Γιώργος Ανθρακεύς: Η δικαστική απόφαση και η εισήγηση της Γενικής Εισαγγελέως στο Δικαστήριο της ΕΕ στο Λουξεμβούργο για τα κόκκινα δάνεια στην Σλοβακία.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ THΣ ΕΕ ΣΤΟ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 24ης Ιουνίου 2025

« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των
συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρο 6,
παράγραφος 1 – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Σύμβαση καταναλωτικής πίστης – Σύμβαση της
οποίας η εκπλήρωση εξασφαλίζεται με τη σύσταση ασφάλειας επί ακινήτου το οποίο
αποτελεί την οικογενειακή κατοικία του καταναλωτή – Πρόωρη λύση της σύμβασης και
υποχρέωση καταβολής του υπολοίπου της οφειλής – Εξωδικαστικός πλειστηριασμός του εν
λόγω ακινήτου – Εθνική ρύθμιση κατά την οποία επιτρέπεται η διεξαγωγή του
πλειστηριασμού χωρίς να έχει προηγουμένως ελεγχθεί η οικεία απαίτηση από δικαστήριο –
Λόγοι ακυρότητας του εν λόγω πλειστηριασμού στους οποίους δεν συγκαταλέγεται η
ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών – Αποτελεσματικότητα της προστασίας που αναγνωρίζεται
στους καταναλωτές – Άρθρα 7 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης »

Στην υπόθεση C‑351/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που
υπέβαλε το Krajský súd v Prešove (περιφερειακό δικαστήριο Prešov, Σλοβακία) με απόφαση
της 11ης Μαΐου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Ιουνίου 2023, στο πλαίσιο
της δίκης

GR REAL s. r. o.

κατά

PO,

RT,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, T. von Danwitz, Αντιπρόεδρο, Κ. Λυκούργο, I.
Jarukaitis, M. L. Arastey Sahún, A. Kumin και N. Jääskinen, προέδρους τμήματος, E. Regan, N.
Piçarra, I. Ziemele, O. Spineanu-Matei (εισηγήτρια), B. Smulders, M. Condinanzi, F. Schalin
και S. Gervasoni, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η GR REAL s. r. o., εκπροσωπούμενη από τον M. Krutek, advokát,

– οι PO και RT, εκπροσωπούμενοι από την Z. Pitoňáková, advokátka,

– η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. V. Larišová και τον A. Lukáčik,

– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Lindenthal, P. Ondrůšek και N.
Ruiz García,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της
14ης Νοεμβρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος
1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης
Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με

καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), καθώς και των άρθρων 5, 8 και 9 της οδηγίας
2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για
τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην
εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των
οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της GR REAL s. r. o.
και των PO και RT με αντικείμενο, αφενός, την έξωση των τελευταίων από την οικογενειακή
τους κατοικία κατόπιν της εκ μέρους την ως άνω εταιρίας αγοράς της εν λόγω κατοικίας με
εξωδικαστικό πλειστηριασμό και, αφετέρου, την ανταγωγή με την οποία οι PO και RT
αμφισβητούν τη νομιμότητα της μεταβίβασης της κυριότητας του εν λόγω ακινήτου.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 93/13

3 Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 έχει ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει
να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην
εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους
καταναλωτές».

4 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες
σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της
εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να
δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές
ρήτρες.»

5 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των
ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα,
προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που
συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

Η οδηγία 2005/29

6 Το άρθρο 5 της οδηγίας 2005/29 προβλέπει τα εξής:

«1. Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

  1. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν:

α) είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας,

και

β) στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική
συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το
προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια
συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.

[…]

  1. Ιδιαιτέρως, εμπορικές πρακτικές, είναι αθέμιτες όταν

[…]

β) είναι επιθετικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 8 και 9.

[…]»

7 Το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Μια εμπορική πρακτική θεωρείται επιθετική εάν, στο πραγματικό της πλαίσιο,
λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, χρησιμοποιεί
παρενόχληση, καταναγκασμό, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης σωματικής βίας, ή
κατάχρηση επιρροής και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να
παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή
ως προς το προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να
λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.»

8 Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για να προσδιοριστεί κατά πόσον μια εμπορική πρακτική κάνει χρήση παρενόχλησης,
καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρησης
επιρροής πρέπει να συνεκτιμώνται τα ακόλουθα:

α) η χρονική στιγμή, ο τόπος, η φύση ή η επιμονή·

β) η χρήση απειλητικών ή προσβλητικών εκφράσεων ή συμπεριφοράς·

γ) η εκμετάλλευση, από τον εμπορευόμενο, κάθε συγκεκριμένης ατυχίας ή περίστασης,
την οποία γνωρίζει και η οποία είναι τόσο σοβαρή ώστε να διαταράσσει την κρίση του
καταναλωτή, προκειμένου να επηρεάσει την απόφασή του όσον αφορά το προϊόν·

δ) κάθε επαχθές ή δυσανάλογο μη συμβατικό εμπόδιο που επιβάλλει ο εμπορευόμενος
σε περίπτωση που ο καταναλωτής επιθυμεί να ασκήσει τα δικαιώματά του στο πλαίσιο της
σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων λύσης της σύμβασης ή μετάβασης σε
άλλο προϊόν ή σε άλλον εμπορευόμενο·

ε) κάθε απειλή για λήψη μέτρου που δεν μπορεί να ληφθεί νομίμως.»

Το σλοβακικό δίκαιο

Ο αστικός κώδικας

9 Το άρθρο 53 του zákon č. 40/1964 Zb. Občiansky zákonník (νόμου 40/1964 περί
αστικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς
της κύριας δίκης (στο εξής: αστικός κώδικας), προέβλεπε στην παράγραφο 9 τα εξής:

«Σε περίπτωση καταβολής σε δόσεις προς εκτέλεση σύμβασης συναφθείσας με
καταναλωτή, ο επαγγελματίας δύναται να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο
565 του αστικού κώδικα το νωρίτερο τρεις μήνες μετά την καθυστέρηση καταβολής μίας
δόσης και εφόσον έχει οχλήσει τον καταναλωτή τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από την
άσκηση του δικαιώματος αυτού.»

10 Το άρθρο 151j, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Αν απαίτηση που έχει εξασφαλισθεί με εμπράγματη ασφάλεια δεν ικανοποιηθεί
ολοσχερώς και εμπροθέσμως, ο ενέγγυος πιστωτής δύναται να επισπεύσει αναγκαστική
εκτέλεση επί του βεβαρημένου πράγματος. Στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης επί
του βεβαρημένου πράγματος, ο ενέγγυος πιστωτής δύναται να ικανοποιηθεί κατά τον
τρόπο που προβλέπεται στη σύμβαση ή με την πώληση του βεβαρημένου πράγματος σε
πλειστηριασμό, σύμφωνα με ειδικό νόμο […], ή να απαιτήσει να ικανοποιηθεί με την
πώληση του βεβαρημένου πράγματος σύμφωνα με ειδικές νομοθετικές διατάξεις […],
εφόσον δεν προβλέπεται άλλως από τον παρόντα κώδικα ή από ειδικό νόμο.»

11 Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η ως άνω διάταξη
περιλαμβάνει μια πρώτη υποσημείωση, προστεθείσα έπειτα από τη φράση «σύμφωνα με
ειδικό νόμο», με την οποία γίνεται παραπομπή στον zákon č. 527/2002 Z. z. o dobrovoľných
dražbách a o doplnení zákona Slovenskej národnej rady č. 323/1992 Zb. o notároch a
notárskej činnosti (Notársky poriadok) v znení neskorších predpisov [νόμο 527/2002 περί
των εκουσίων πλειστηριασμών και περί της συμπληρώσεως του νόμου 323/1992 του
Σλοβακικού Εθνικού Συμβουλίου περί συμβολαιογράφων και συμβολαιογραφικών πράξεων
(συμβολαιογραφικός κώδικας), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: νόμος περί εκουσίων
πλειστηριασμών)], και μια δεύτερη υποσημείωση, έπειτα από τη φράση «ειδικές
νομοθετικές διατάξεις», με την οποία γινόταν παραπομπή στον zákon č. 99/1963 Zb.,
Občiansky súdny poriadok (νόμο 99/1963 περί του παλαιού κώδικα πολιτικής δικονομίας), ο
οποίος αντικαταστάθηκε, από την 1η Ιουλίου 2016, από τον zákon č. 160/2015 Z. z. Civilný
sporový poriadok (νόμο 160/2015 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο εξής: κώδικας
πολιτικής δικονομίας), και στον zákon č. 233/1995 Z. z., o súdnych exekútoroch a exekučnej
činnosti (Exekučný poriadok) a o zmene a doplnení ďalších zákonov [νόμο 233/1995 περί
δικαστικών επιμελητών και περί διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης (κώδικας
αναγκαστικής εκτέλεσης) και περί της τροποποίησης και συμπλήρωσης άλλων νόμων].

12 Το άρθρο 565 του αστικού κώδικα έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση εξόφλησης σε δόσεις, ο πιστωτής δύναται να ζητήσει την καταβολή του
συνολικού ποσού της απαίτησης, λόγω μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης καταβολής μίας εκ
των μηνιαίων δόσεων, μόνον εφόσον τούτο έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών ή έχει
οριστεί με δικαστική απόφαση. Ωστόσο, ο πιστωτής δύναται να ασκήσει το δικαίωμα αυτό
το αργότερο έως την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη η πρώτη
επόμενη δόση.»

Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας

13 Το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο d, του κώδικα πολιτικής δικονομίας
ορίζει τα εξής:

«1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων εφόσον είναι
αναγκαία η άμεση διόρθωση κατάστασης ή εφόσον υφίσταται κίνδυνος μη εκτέλεσης της
δικαστικής αποφάσεως.

  1. Ο δικαστής μπορεί να απευθύνει σε διάδικο, ως προσωρινό μέτρο, μεταξύ άλλων,

[…]

d) διαταγή προκειμένου να υποχρεωθεί σε συγκεκριμένη πράξη, να απόσχει από
ορισμένη πράξη ή να ανεχθεί ορισμένη πράξη».

Ο νόμος περί εκουσίων πλειστηριασμών

14 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών ορίζει τα εξής:

«Ως υπάλληλος του πλειστηριασμού νοείται το πρόσωπο το οποίο οργανώνει τη διαδικασία
πώλησης με πλειστηριασμό και πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει ο παρών νόμος και
ειδικός νόμος, και ο οποίος διαθέτει άδεια για την άσκηση του οικείου επαγγέλματος. […]»

15 Το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχεία a και b, του νόμου αυτού έχει ως εξής:

«Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού υποχρεούται να αναστείλει τον πλειστηριασμό το
αργότερο πριν από την έναρξή του

a) κατόπιν γραπτού αιτήματος του επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό,

b) εφόσον υποβληθεί στον υπάλληλο του πλειστηριασμού εκτελεστή απόφαση βάσει της
οποίας αποδεικνύεται ότι ο επισπεύδων τον πλειστηριασμό δεν δικαιούται να επισπεύσει
την εκτέλεση με πλειστηριασμό· σε περίπτωση λήψης προσωρινών μέτρων από δικαστήριο,
αρκεί να υποβληθεί στον υπάλληλο του πλειστηριασμού απόδειξη περί του ότι διατάχθηκε
τέτοιο μέτρο από δικαστήριο».

16 Το άρθρο 21, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Σε περίπτωση που η ισχύς της σύμβασης περί σύστασης εμπράγματης ασφάλειας
αμφισβητείται ή υπάρχει παράβαση του παρόντος νόμου, το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι
λόγω της παράβασης αυτής θίγονται τα δικαιώματά του δύναται να ζητήσει από το
δικαστήριο την κήρυξη της ακυρότητας του πλειστηριασμού. Εντούτοις, το δικαίωμα
δικαστικής προσφυγής αποσβέννυται εάν δεν ασκηθεί εντός τριών μηνών από τη
διενέργεια του πλειστηριασμού, εκτός αν οι λόγοι ακύρωσης του πλειστηριασμού αφορούν
την τέλεση αξιόποινης πράξης και αν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι οικία ή
διαμέρισμα όπου, κατά την ημερομηνία κατακύρωσης, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης είχε τη
μόνιμη κατοικία του δυνάμει ειδικής κανονιστικής ρύθμισης· […] στην περίπτωση αυτή,
μπορεί να ζητηθεί η κήρυξη ακυρότητας του πλειστηριασμού και μετά τη λήξη της εν λόγω
προθεσμίας. […]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17 Στις 7 Απριλίου 2011 η Slovenská sporiteľňa, a.s. (στο εξής: τράπεζα) συνήψε με τους
εναγομένους της κύριας δίκης σύμβαση πίστωσης ύψους 63 000 ευρώ. Οι εναγόμενοι
ανέλαβαν την υποχρέωση να αποπληρώσουν το ποσό αυτό σε μηνιαίες δόσεις ύψους
424,41 ευρώ, αρχής γενομένης από τις 20 Ιουνίου 2011, με καταληκτική ημερομηνία για την
καταβολή της τελευταίας δόσης την 20ή Ιανουαρίου 2030. Σε περίπτωση καθυστέρησης
πληρωμής, μια ρήτρα περιλαμβανόμενη στους γενικούς όρους συναλλαγών που εφάρμοζε
η τράπεζα προέβλεπε την πρόωρη λύση της σύμβασης και την υποχρέωση καταβολής του
υπολοίπου της οφειλής. Το εν λόγω ποσό εξασφαλίστηκε με τη σύσταση υποθήκης επί

ακινήτου και συγκεκριμένα επί της οικογενειακής κατοικίας των εναγομένων της κύριας
δίκης.

18 Λόγω της καθυστερημένης καταβολής των μηνιαίων δόσεων από τους εναγομένους
της κύριας δίκης, η τράπεζα, με έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 2016, κατήγγειλε τη σύμβαση
και κάλεσε τους εναγομένους της κύριας δίκης να καταβάλουν ολόκληρο το υπόλοιπο της
οφειλής από τη σύμβαση, ήτοι 56 888,08 ευρώ. Υπέβαλε επίσης αίτηση για την επίσπευση
αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της ενυπόθηκης απαίτησης με «εκούσιο»
πλειστηριασμό, ήτοι εξωδικαστικό πλειστηριασμό του εν λόγω ακινήτου.

19 Στις 21 Απριλίου 2017 οι εναγόμενοι της κύριας δίκης άσκησαν ενώπιον του Okresný
súd Prešov (πρωτοδικείου Prešov, Σλοβακία) ανακοπή ζητώντας να υποχρεωθεί η τράπεζα
να απόσχει από την εκτέλεση της εν λόγω ενυπόθηκης απαίτησης με εξωδικαστικό
πλειστηριασμό και, ως προσωρινό μέτρο, να ανασταλεί η εκτέλεση αυτή έως την οριστική
περάτωση της διαδικασίας επί της ουσίας. Προς στήριξη της ανακοπής τους, οι εναγόμενοι
υποστήριξαν ότι, ελλείψει σχετικής συμφωνίας, η τράπεζα δεν είχε δικαίωμα να προβεί σε
πρόωρη λύση της σύμβασης και ότι, παρά το αίτημά τους για αναδιάρθρωση του δανείου,
η τράπεζα είχε επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση βάσει του νόμου περί εκουσίων
πλειστηριασμών.

20 Κατά τον πρώτο πλειστηριασμό, ο οποίος διενεργήθηκε στις 25 Απριλίου 2017, δεν
υποβλήθηκαν προσφορές. Κατά την ημερομηνία αυτή, ο PO προέβαλε αντιρρήσεις κατά
του πλειστηριασμού για τον λόγο ότι εκκρεμούσε ένδικη διαδικασία με σκοπό τη ματαίωση
της εν λόγω εκτέλεσης.

21 Με διάταξη της 26ης Μαΐου 2017, το Okresný súd Prešov (πρωτοδικείο Prešov)
απέρριψε την αίτηση των εναγομένων της κύριας δίκης για τη λήψη προσωρινών μέτρων,
χωρίς να αποφανθεί επί της ενστάσεώς τους ότι η τράπεζα, εφαρμόζοντας τη ρήτρα περί
πρόωρης λύσης της σύμβασης και υποχρέωσης καταβολής του υπολοίπου της οφειλής, είχε
προσβάλει τα δικαιώματά τους. Οι εναγόμενοι της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της
προαναφερθείσας διάταξης ενώπιον του Krajský súd v Prešove (περιφερειακού δικαστηρίου
Prešov, Σλοβακία).

22 Ο δεύτερος πλειστηριασμός διενεργήθηκε στις 18 Ιουλίου 2017, πριν το περιφερειακό
δικαστήριο αποφανθεί επί της εφέσεως. Στο πλαίσιο αυτό, ο PO επισήμανε εκ νέου ότι
εκκρεμούσε ένδικη διαδικασία με σκοπό τη ματαίωση της εκτέλεσης προς ικανοποίηση της
επίμαχης ενυπόθηκης απαίτησης. Παρά ταύτα, η ενάγουσα της κύριας δίκης, εταιρία
δραστηριοποιούμενη, μεταξύ άλλων, στον τομέα των πιστώσεων, της διαχείρισης και της
συντήρησης ακινήτων, απέκτησε το επίμαχο ακίνητο και, στη συνέχεια, καταχωρίστηκε στο
κτηματολόγιο ως κυρία του ακινήτου αυτού.

23 Με διάταξη της 9ης Αυγούστου 2017, το Krajský súd v Prešove (περιφερειακό
δικαστήριο Prešov) εξαφάνισε τη διάταξη της 26ης Μαΐου 2017 του Okresný súd Prešov
(πρωτοδικείου Prešov), με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει την
αίτηση προσωρινών μέτρων την οποία είχαν υποβάλει οι εναγόμενοι της κύριας δίκης, και
διέταξε την εκ νέου εξέταση της αίτησης αυτής, με το σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ότι το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τις κατά την κρίση του Krajský súd v Prešove
(περιφερειακού δικαστηρίου Prešov) βάσιμες ενστάσεις των εναγομένων σχετικά με την
έλλειψη συμφωνίας των μερών όσον αφορά τη ρήτρα περί πρόωρης λύσης της σύμβασης
και υποχρέωσης καταβολής του υπολοίπου της οφειλής. Το περιφερειακό δικαστήριο
διαπίστωσε επίσης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε ελέγξει την τήρηση της αρχής
της αναλογικότητας στο πλαίσιο της αίτησης για την επίσπευση της εκτέλεσης προς
ικανοποίηση της ενυπόθηκης απαίτησης, υπό την έννοια ότι δεν είχε λάβει υπόψη ούτε το
ποσό της αξίωσης σε σχέση με την αξία του επίμαχου ακινήτου, το οποίο ήταν η
οικογενειακή κατοικία των εν λόγω εναγομένων, ούτε την προσωπικότητα των εναγομένων,
ούτε ακόμη τη δυνατότητά τους να εκπληρώσουν την απαίτηση αυτή με άλλα μέσα.

24 Στις 19 Δεκεμβρίου 2017 οι εναγόμενοι της κύριας δίκης παραιτήθηκαν από το
δικόγραφο της ανακοπής που μνημονεύθηκε στη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης, με
την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί η τράπεζα να απόσχει από την εκτέλεση της επίμαχης
ενυπόθηκης ασφάλειας με εξωδικαστικό πλειστηριασμό, δεδομένου ότι ο πλειστηριασμός
αυτός είχε ήδη διεξαχθεί και, επομένως, η ανακοπή δεν είχε πλέον λόγο ύπαρξης.

25 Ως εκ τούτου, με διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2018, το Okresný súd Prešov
(πρωτοδικείο Prešov) περάτωσε τη διαδικασία και καταδίκασε τους εναγομένους της
κύριας δίκης στα δικαστικά έξοδα της εν λόγω ανακοπής.

26 Οι εναγόμενοι της κύριας δίκης αρνήθηκαν να ελευθερώσουν το επίμαχο ακίνητο.
Πρόκειται για τη μοναδική κατοικία που έχουν στη διάθεσή τους, στην οποία κατοικούν
μαζί με τα τέκνα τους, εκ των οποίων τα δύο είναι ανήλικα και πάσχουν από σοβαρή
ψυχολογική διαταραχή. Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα της κύριας δίκης άσκησε αγωγή
έξωσης ενώπιον του Okresný súd Prešov (πρωτοδικείου Prešov).

27 Σε ένα πρώτο στάδιο της διαδικασίας, το πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή έξωσης,
με απόφαση η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση από το Krajský súd v Prešove (περιφερειακό
δικαστήριο Prešov). Με διάταξη της 8ης Απριλίου 2021, το Najvyšší súd Slovenskej republiky
(Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) εξαφάνισε τις αποφάσεις αμφότερων
των ως άνω δικαστηρίων και ανέπεμψε την υπόθεση στο Okresný súd Prešov (πρωτοδικείο
Prešov) προκειμένου το τελευταίο να εξετάσει το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας της
κύριας δίκης.

28 Στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, το Okresný súd Prešov (πρωτοδικείο Prešov)
έκανε δεκτή την εν λόγω αγωγή και διέταξε τους εναγομένους της κύριας δίκης να
ελευθερώσουν το επίμαχο ακίνητο. Το πρωτοδικείο απέρριψε την ανταγωγή τους με την
οποία αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου, με το
σκεπτικό ότι το ακίνητο αυτό είχε αποκτηθεί στο πλαίσιο εξωδικαστικού πλειστηριασμού
και ότι το ίδιο ήταν αναρμόδιο να αποφανθεί επί του κύρους του εν λόγω πλειστηριασμού.

29 Τόσο η ενάγουσα της κύριας δίκης όσο και οι εναγόμενοι της κύριας δίκης άσκησαν
έφεση κατά της προαναφερθείσας απόφασης ενώπιον του Krajský súd v Prešove
(περιφερειακού δικαστηρίου Prešov) όσον αφορά, αντιστοίχως, τη μη καταδίκη των
εναγομένων στα δικαστικά έξοδα και την απόρριψη της ανταγωγής.

30 Οι εναγόμενοι της κύριας δίκης προβάλλουν ενώπιον του περιφερειακού
δικαστηρίου, ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, ότι υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων τους
ως καταναλωτών, όπως επίσης και του δικαιώματός τους στον σεβασμό της κατοικίας.

31 Το εν λόγω δικαστήριο δέχεται ότι η μη καταβολή των μηνιαίων δόσεων που
προβλέπονται σε σύμβαση δανείου συνιστά σοβαρή παράβαση της συμβατικής
υποχρέωσης που υπέχουν οι καταναλωτές από μια τέτοια σύμβαση. Παρά ταύτα, εκτιμά ότι
θίγεται η προστασία την οποία το δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει στους καταναλωτές όταν
υφίσταται ακραία δυσαναλογία μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης αυτής και των
συνεπειών της πρόωρης λύσης της σύμβασης.

32 Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι ιδιαίτερες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την
υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί διακρίνουν την υπόθεση αυτή από άλλες υποθέσεις επί
των οποίων εκδόθηκαν αποφάσεις του Δικαστηρίου στον τομέα της προστασίας των
καταναλωτών.

33 Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν η ρήτρα περί
πρόωρης λύσης της σύμβασης και υποχρέωσης καταβολής του υπολοίπου της οφειλής
βάσει της οποίας επισπεύσθηκε ο επίμαχος στην κύρια δίκη εξωδικαστικός πλειστηριασμός
συμβιβάζεται με την απαίτηση διαφάνειας, όπως αυτή αποσαφηνίστηκε από το
Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, RWE Vertrieb
(C‑92/11, EU:C:2013:180). Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη
ρήτρα περιλαμβανόταν μεν στους γενικούς όρους συναλλαγών της τράπεζας, πλην όμως η
τράπεζα δεν την είχε γνωστοποιήσει στους εναγομένους της κύριας δίκης, ενώ η πρόωρη
λύση της σύμβασης εφαρμόζεται μόνον εφόσον έχει ρητώς συμφωνηθεί μεταξύ των μερών.

34 Δεύτερον, το εν λόγω δικαστήριο εκθέτει ότι οι εναγόμενοι της κύριας δίκης
αντιτάχθηκαν στον εξωδικαστικό πλειστηριασμό της οικογενειακής τους κατοικίας

ασκώντας ανακοπή με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθεί η τράπεζα να απόσχει από την
αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση της επίμαχης ενυπόθηκης απαίτησης. Στο πλαίσιο
της διαδικασίας αυτής, ζήτησαν επίσης, ως προσωρινό μέτρο, την αναστολή της
αναγκαστικής εκτέλεσης, όπερ αποτελούσε, κατά το αιτούν δικαστήριο, τη μόνη δικονομική
οδό για να επιτύχουν την αναστολή της εκτέλεσης. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει
περαιτέρω ότι η διάταξη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε το
ζητηθέν προσωρινό μέτρο εξαφανίστηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με το σκεπτικό
ειδικότερα ότι δεν είχε εξεταστεί η αιτίαση περί ακυρότητας της ρήτρας για πρόωρη λύση
της σύμβασης υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13. Η πώληση με πλειστηριασμό
πραγματοποιήθηκε ωστόσο πριν από την εξαφάνιση της απόφασης και, ως εκ τούτου,
προτού να έχει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάσει εκ νέου αυτή την
αίτηση προσωρινών μέτρων.

35 Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει τη σημασία που αποδίδει η σλοβακική
νομολογία στην προστασία του καλόπιστου τρίτου αγοραστή. Παρά ταύτα, το αιτούν
δικαστήριο εκτιμά ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζεται καλή πίστη όταν η κατάσταση του
τρίτου χαρακτηρίζεται από «προβληματικές περιστάσεις». Κατά την άποψή του, συνιστά
«ιδιαιτέρως προβληματική» περίσταση το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της αγοράς ακινήτου
με εξωδικαστικό πλειστηριασμό, η υπερθεματίστρια εταιρία είναι ενήμερη για την ύπαρξη
εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας σχετικής με το κύρος της ρήτρας βάσει της οποίας
επισπεύδεται ο πλειστηριασμός.

36 Επομένως, τίθεται ζήτημα ερμηνείας της οδηγίας 93/13 προκειμένου να
αποσαφηνιστεί αν μια τέτοια υπερθεματίστρια εταιρία απολαύει απόλυτης προστασίας ή
αν η προστασία αυτή μπορεί να περιοριστεί, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, της
ενεργητικής συμπεριφοράς των ενδιαφερόμενων καταναλωτών και των αμφιβολιών
σχετικά με την καλή πίστη της εταιρίας αυτής. Το ζήτημα είναι ιδιαιτέρως πιο σημαντικό
όταν η αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση απαίτησης αφορά την κατοικία του
καταναλωτή, δεδομένου ότι το δικαίωμα στον σεβασμό της κατοικίας συνιστά θεμελιώδες
δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

37 Τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές
μεταξύ της κατάστασης που είναι επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης και εκείνης στην
υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Banco Santander
(C‑598/15, EU:C:2017:945). Αφενός, στην υπόθεση εκείνη, το επίμαχο ακίνητο είχε πωληθεί
με πλειστηριασμό και τα σχετικά με αυτό εμπράγματα δικαιώματα είχαν μεταβιβαστεί
χωρίς ο καταναλωτής να κάνει χρήση των ενδίκων βοηθημάτων που είχε στη διάθεσή του.
Αντιθέτως, εν προκειμένω, οι εναγόμενοι της κύριας δίκης δεν παρέμειναν αδρανείς και
άσκησαν το μόνο ex ante διαθέσιμο ένδικο βοήθημα για να εμποδίσουν τη διεξαγωγή του
εξωδικαστικού πλειστηριασμού της οικογενειακής κατοικίας τους. Οι εναγόμενοι
παραιτήθηκαν στη συνέχεια από την ασκηθείσα ανακοπή μόνον αφού η εν λόγω
αναγκαστική εκτέλεση είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της κυριότητας της κατοικίας
αυτής στην ενάγουσα της κύριας δίκης, στο πλαίσιο εξωδικαστικού πλειστηριασμού.

Αφετέρου, αντιθέτως προς το δικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντασσόταν η υπόθεση επί της
οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση, εν προκειμένω, οι εναγόμενοι της κύριας
δίκης αντέδρασαν στην αγωγή έξωσης ασκώντας ανταγωγή, με την οποία αμφισβήτησαν τη
νομιμότητα της εν λόγω μεταβίβασης κυριότητας, στο δε πλαίσιο της ανταγωγής αυτής η
ενάγουσα της κύριας δίκης νομιμοποιούνταν παθητικώς, κατά το σλοβακικό δίκαιο.

38 Τέλος, πέμπτον, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι καταναλωτές όπως οι
εναγόμενοι της κύριας δίκης πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να προβάλουν τα δικαιώματά
τους στο πλαίσιο ex post αγωγής με αίτημα την κήρυξη της ακυρότητας πλειστηριασμού,
δεδομένου ότι το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών
προβλέπει μόνον τρεις λόγους ακυρότητας, ήτοι την παράβαση των διατάξεων του νόμου
αυτού, την ακυρότητα της σύμβασης περί σύστασης εμπράγματης ασφάλειας και την
τέλεση αξιόποινης πράξης, αποκλειομένης της προστασίας των καταναλωτών έναντι των
παράνομων ρητρών σύμβασης πίστωσης.

39 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Krajský súd v Prešove (περιφερειακό δικαστήριο Prešov)
αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα
ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχουν εφαρμογή το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της
[οδηγίας 93/13] σε διαδικασία όπως αυτή της κύριας δίκης, την οποία κίνησε πρόσωπο που
αναδείχθηκε υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό ακινήτου και στο πλαίσιο της οποίας
ασκήθηκε παράλληλα ανταγωγή από καταναλωτή με αίτημα την επαναφορά των
πραγμάτων στην προ της κατακύρωσης του πλειστηριασμού κατάσταση, σε περίπτωση που,
πριν από τον εξωδικαστικό πλειστηριασμό, ο καταναλωτής άσκησε μέσα ένδικης
προστασίας με σκοπό την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης ζητώντας τη λήψη
προσωρινών μέτρων ενώπιον δικαστηρίου και γνωστοποίησε στους μετέχοντες στον
πλειστηριασμό την ύπαρξη εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας περί αναστολής της
αναγκαστικής εκτέλεσης μέσω εκούσιου πλειστηριασμού, πλην όμως, παρά την ύπαρξη
ένδικης διαδικασίας, ο πλειστηριασμός διεξήχθη;

2) Έχει η [οδηγία 93/13] την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους όπως η
επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί
ακινήτου που ανήκει σε καταναλωτή, επισπευθείσας από επαγγελματία που διεξάγει
ιδιωτικούς πλειστηριασμούς (στο εξής: υπάλληλος του πλειστηριασμού), με σκοπό την
είσπραξη των απαιτήσεων τράπεζας εκ συμβάσεως καταναλωτικής πίστης

α) δεν παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να προβάλει αποτελεσματικά ενώπιον
του υπαλλήλου του πλειστηριασμού αντιρρήσεις βασιζόμενες στον καταχρηστικό
χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στις οποίες στηρίζεται η απαίτηση της τράπεζας,
μολονότι η απαίτηση θεμελιώνεται σε καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες και ιδίως στη

ρήτρα περί πρόωρης λύσης της σύμβασης και υποχρέωσης καταβολής του υπολοίπου της
οφειλής,

β) δεν παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα ματαίωσης του πλειστηριασμού επί
ακινήτου στο οποίο κατοικεί, μολονότι ο καταναλωτής ενημέρωσε τον υπάλληλο του
πλειστηριασμού και τους παρισταμένους στον πλειστηριασμό ότι εκκρεμούσε διαδικασία
προσωρινών μέτρων, προκειμένου να ανασταλεί ο πλειστηριασμός, πλην όμως το
δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί οριστικώς επί της αίτησης και, συγχρόνως, τα
προσωρινά μέτρα αποτελούσαν τη μόνη δυνατότητα του καταναλωτή να τύχει προσωρινής
δικαστικής προστασίας έναντι της διεξαγωγής του πλειστηριασμού του ακινήτου, λόγω της
εφαρμογής καταχρηστικών ρητρών σύμβασης,

γ) δεν παρέχει στον καταναλωτή, υπό τις περιστάσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω, τη
δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του που απορρέουν από τη μεταφορά της
οδηγίας [93/13] στην εθνική έννομη τάξη και να επιτύχει τους σκοπούς της οδηγίας αυτής,
δεδομένου ότι η επίμαχη ρύθμιση περιορίζει τη δυνατότητα επίκλησης ακυρότητας του
πλειστηριασμού σε τρεις μόνον λόγους:

– λόγω ακυρότητας της σύμβασης περί συστάσεως εμπράγματης ασφάλειας,

– λόγω παράβασης του [νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών],

– λόγω τέλεσης αξιόποινης πράξης;

3) Έχει η οδηγία [2005/29] την έννοια ότι η αναγκαστική εκτέλεση που βασίζεται σε
καταχρηστική συμβατική ρήτρα περί πρόωρης λύσης της σύμβασης και υποχρέωσης
καταβολής του υπολοίπου της οφειλής που απορρέει από καταναλωτικό δάνειο και, ως εκ
τούτου, αφορά εσφαλμένο ποσό της ληξιπρόθεσμης απαιτήσεως ενδέχεται να αποτελεί
αθέμιτη εμπορική πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας, και
ειδικότερα επιθετική εμπορική πρακτική κατά την έννοια των άρθρων 8 και 9 της εν λόγω
οδηγίας, καθώς και ότι στοιχειοθετείται ευθύνη όχι μόνον της τράπεζας, αλλά και της
εταιρίας που διενεργεί τον πλειστηριασμό προς εκτέλεση των απαιτήσεων της τράπεζας οι
οποίες εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια, οι δε σκοποί της οδηγίας [2005/29]
έχουν εφαρμογή όσον αφορά και στις δύο αυτές εταιρίες;»

40 Λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών οι οποίες γνωστοποιήθηκαν στο Δικαστήριο
από τη Σλοβακική Κυβέρνηση και αφορούν νομολογία του Najvyšší súd Slovenskej republiky
(Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας), σύμφωνα με την οποία η προστασία
έναντι των καταχρηστικών ρητρών σε καταναλωτικές συμβάσεις εμπίπτει στους λόγους

ακυρότητας εξωδικαστικού πλειστηριασμού του άρθρου 21, παράγραφος 2, του νόμου περί
εκουσίων πλειστηριασμών, το Δικαστήριο, στις 9 Απριλίου 2024, απηύθυνε στο αιτούν
δικαστήριο αίτηση παροχής διευκρινίσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101 του
Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

41 Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Μαΐου 2024, το
αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι, κατά την ημερομηνία του επίμαχου στην κύρια δίκη
πλειστηριασμού, δεν υφίστατο πάγια νομολογία των σλοβακικών δικαστηρίων σύμφωνα με
την οποία ο εκούσιος πλειστηριασμός μπορεί να ακυρωθεί λόγω παράβασης των διατάξεων
της οδηγίας 93/13 και ότι δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα δικαστική απόφαση η οποία να
ακυρώνει πλειστηριασμό για τον συγκεκριμένο λόγο.

42 Κατά το αιτούν δικαστήριο, η νομολογία την οποία επικαλείται η Σλοβακική
Κυβέρνηση, η οποία συνίσταται σε δύο διατάξεις εκδοθείσες το 2022, ήτοι πέντε έτη μετά
τον επίμαχο στην κύρια δίκη πλειστηριασμό, παραμένει μεμονωμένη, ακόμη και στο
πλαίσιο της δικαστικής πρακτικής του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου
Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας) και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί
στους εναγομένους της κύριας δίκης ότι δεν υπέβαλαν αίτημα για την κήρυξη της
ακυρότητας του πλειστηριασμού αυτού προκειμένου να ασκήσουν τα δικαιώματα που
αντλούν από την οδηγία 93/13 και ότι επέλεξαν να αμφισβητήσουν, στο πλαίσιο
ανταγωγής, το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας της κύριας δίκης.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Ως προς το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

Επί του παραδεκτού

43 Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου του πρώτου και του δεύτερου
προδικαστικού ερωτήματος, η ενάγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η
οδηγία 93/13, της οποίας η ερμηνεία ζητείται στο πλαίσιο των υπό εξέταση ερωτημάτων,
δεν την αφορά εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν ήταν διάδικος στην ένδικη διαδικασία
που κίνησαν οι εναγόμενοι της κύριας δίκης κατά της τράπεζας, και εκτιμά ότι το
Δικαστήριο οφείλει να μην απαντήσει στα εν λόγω ερωτήματα.

44 Εξάλλου, η Σλοβακική Κυβέρνηση εκφράζει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του
δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος καθ’ ο μέρος αφορά το ζήτημα αν η οδηγία 93/13
αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν συγκαταλέγει στους λόγους ακυρότητας
εξωδικαστικού πλειστηριασμού επί ακινήτου την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στη

σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση επί του ενυπόθηκου
ακινήτου. Η κυβέρνηση αυτή υπογραμμίζει ότι οι εναγόμενοι της κύριας δίκης δεν
υπέβαλαν αίτημα για την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου στην κύρια δίκη
πλειστηριασμού, με συνέπεια ότι δεν προκύπτει σαφώς ο λόγος για τον οποίο είναι
αναγκαία η απάντηση του Δικαστηρίου προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να είναι σε θέση
να αποφανθεί επί της υποθέσεως της κύριας δίκης.

45 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το
εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς της κύριας δίκης και φέρει την
ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να
εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες κάθε υπόθεσης, τόσο αν η προδικαστική
απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και αν τα ερωτήματα
τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Κατά συνέπεια, εφόσον τα
υποβληθέντα ερωτήματα άπτονται της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο
υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει. Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα που
αφορούν το δίκαιο της Ένωσης τεκμαίρονται λυσιτελή. Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να
απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη
ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο
της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή, ακόμη, όταν
το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία
προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί
(απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, LivaNova, C‑713/22, EU:C:2024:642, σκέψη 53 και εκεί
μνημονευόμενη νομολογία).

46 Παρατηρείται, αφενός, ότι η διαφορά της κύριας δίκης έχει ως αντικείμενο αγωγή
έξωσης ασκηθείσα από την ενάγουσα της κύριας δίκης κατά των εναγομένων της κύριας
δίκης και ανταγωγή με την οποία οι εναγόμενοι αμφισβητούν τη νομιμότητα της
μεταβίβασης στην ενάγουσα της κυριότητας του ακινήτου που αποτελεί την οικογενειακή
τους κατοικία. Η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιήθηκε κατόπιν εξωδικαστικού
πλειστηριασμού ο οποίος διοργανώθηκε σε εκτέλεση ενυπόθηκης απαίτησης απορρέουσας
από τη σύμβαση δανείου την οποία οι εναγόμενοι είχαν συνάψει με την τράπεζα και βάσει
εθνικής ρύθμισης ως προς την οποία το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ότι πληροί
την απορρέουσα από την οδηγία 93/13 απαίτηση περί αποτελεσματικής προστασίας των
καταναλωτών έναντι των καταχρηστικών ρητρών. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί
παραπομπής, η ενάγουσα της κύριας δίκης νομιμοποιείται παθητικώς, σύμφωνα με το
σλοβακικό δίκαιο, στο πλαίσιο μιας τέτοιας ανταγωγής. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η
ενάγουσα της κύριας δίκης δεν ήταν διάδικος στην ένδικη διαδικασία την οποία κίνησαν οι
εναγόμενοι της κύριας δίκης κατά της τράπεζας ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο η
ζητούμενη από το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία της οδηγίας να είναι αναγκαία για να είναι
σε θέση το δικαστήριο αυτό να εκδώσει την απόφασή του στην υπόθεση της κύριας δίκης,
υπό την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας
απόφασης.

47 Αφετέρου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης, το αιτούν
δικαστήριο επισήμανε, με την απάντησή του στην αίτηση παροχής διευκρινίσεων που του
απηύθυνε το Δικαστήριο, ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στους εναγομένους της κύριας
δίκης, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του σλοβακικού δικαίου, ότι κακώς δεν υπέβαλαν αίτημα
για την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου στην κύρια δίκη πλειστηριασμού
επικαλούμενοι την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση δανείου που συνήφθη με
την τράπεζα. Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, στο οποίο το
αιτούν δικαστήριο ενέμεινε ρητώς με την ως άνω απάντησή του, ζητείται ακριβώς να
διευκρινιστεί αν η αδυναμία των εναγομένων της κύριας δίκης να υποβάλουν τέτοιο αίτημα
αντιβαίνει στις διατάξεις της οδηγίας 93/13. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο ερώτημα
συνδέεται στενά με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, το οποίο αφορά, μεταξύ
άλλων, το κύρος του εν λόγω πλειστηριασμού.

48 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι
παραδεκτά.

Επί της ουσίας

– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

49 Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13
βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του
επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και ως προς το επίπεδο
της πληροφόρησης (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco, C‑600/19,
EU:C:2022:394, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50 Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου να διασφαλίσει το υψηλό επίπεδο προστασίας του
καταναλωτή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του Χάρτη, ο εθνικός δικαστής οφείλει να
εξετάζει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας
εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να
επανορθώνει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία έλλειψη
ισορροπίας, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και
πραγματικά στοιχεία (αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ.,
C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 58, και της 9ης Νοεμβρίου 2023,
Všeobecná úverová banka, C‑598/21, EU:C:2023:845, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη
νομολογία).

51 Δεδομένου ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι οι
καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν
επίσης να αφήνουν ανεφάρμοστες τις ρήτρες αυτές ώστε να μην παράγουν δεσμευτικά

αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός εάν αντιτίθεται σε αυτό ο καταναλωτής [πρβλ.
αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και
C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 52, και της 15ης Ιουνίου 2023, Getin Noble Bank
(Αναστολή της εκτελέσεως συμβάσεως πιστώσεως), C‑287/22, EU:C:2023:491, σκέψη 37].

52 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την
εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να
προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να παύσει η
χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν
επαγγελματία με καταναλωτές (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de
Crédito, C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 68, και της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco,
C‑600/19, EU:C:2022:394, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53 Η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των
δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ενέχει, ιδίως όσον αφορά
τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία 93/13, απαίτηση περί αποτελεσματικής
δικαστικής προστασίας, η οποία επιβεβαιώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας
αυτής και κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη, ισχύει δε, μεταξύ άλλων, ως
προς τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που
βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (αποφάσεις της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ.,
C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της
17ης Μαΐου 2022, Impuls Leasing România, C‑725/19, EU:C:2022:396, σκέψη 46 και εκεί
μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19,
EU:C:2022:397, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54 Υπενθυμίζεται επίσης ότι, δεδομένης της φύσης και της σημασίας του δημοσίου
συμφέροντος επί του οποίου στηρίζεται η προστασία που παρέχει η οδηγία 93/13 στους
καταναλωτές, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής πρέπει να θεωρηθεί ως
ισοδύναμο προς τους εθνικούς κανόνες που αποτελούν, στο πλαίσιο της εσωτερικής
έννομης τάξης, κανόνες δημοσίας τάξεως (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom
Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 52, και της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja
Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 24). Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας
συνδέεται, και αυτό, ευθέως με το εν λόγω δημόσιο συμφέρον (πρβλ. απόφαση της 21ης
Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15,
EU:C:2016:980, σκέψη 56).

55 Όσον αφορά, ειδικότερα, τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, το Δικαστήριο έχει
διευκρινίσει επανειλημμένως, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του άρθρου 6,
παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τον τρόπο με
τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν την προστασία των
δικαιωμάτων που αντλούν οι καταναλωτές από την οδηγία αυτή στο πλαίσιο των
συγκεκριμένων διαδικασιών.

56 Ειδικότερα, ελλείψει εναρμόνισης των ως άνω διαδικασιών, οι προϋποθέσεις για την
εφαρμογή τους εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της
αρχής της δικονομικής αυτονομίας τους. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αυτές υπόκεινται στον
διττό όρο να μην είναι δυσμενέστερες από εκείνες που ισχύουν για παρόμοιες καταστάσεις
υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και να μην καθιστούν αδύνατη ή
υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους
καταναλωτές από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ., μεταξύ
άλλων, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 46
και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57 Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, που είναι η μόνη αρχή στην οποία
αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνεται ότι κάθε περίπτωση στην οποία
ανακύπτει το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά
δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη
της θέσης της διάταξης αυτής στην όλη διαδικασία, της εξέλιξης της διαδικασίας και των
ιδιαιτεροτήτων της, καθώς και, ενδεχομένως, των αρχών που αποτελούν τη βάση του
εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή
της ασφάλειας δικαίου και η ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας. Εντούτοις, τα ειδικά
χαρακτηριστικά της διαδικασίας δεν μπορούν να αποτελούν στοιχείο ικανό να θίξει την
έννομη προστασία η οποία πρέπει να παρέχεται στον καταναλωτή δυνάμει των διατάξεων
της οδηγίας 93/13 (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Impuls Leasing România, C‑725/19,
EU:C:2022:396, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58 Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η τήρηση της αρχής της
αποτελεσματικότητας δεν μπορεί, εντούτοις, να βαίνει μέχρι του σημείου πλήρους
επανόρθωσης των συνεπειών από την πλήρη αδράνεια του οικείου καταναλωτή (απόφαση
της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 28 και εκεί
μνημονευόμενη νομολογία).

59 Το Δικαστήριο έχει επίσης υπογραμμίσει τη σημασία της πρόβλεψης, στο εθνικό
δίκαιο, της δυνατότητας να ζητηθεί από τον δικαστή να εκτιμήσει τον καταχρηστικό
χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πριν από την ολοκλήρωση διαδικασίας αναγκαστικής
εκτέλεσης βάσει σύμβασης που περιέχει τέτοια ρήτρα. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε
ότι, σε περίπτωση που μια τέτοια διαδικασία ολοκληρωθεί πριν από την έκδοση της
απόφασης του δικαστή της ουσίας με την οποία κρίνεται καταχρηστική η συμβατική ρήτρα
στην οποία στηρίζεται η εν λόγω αναγκαστική εκτέλεση και, κατά συνέπεια, κηρύσσεται
άκυρη η διαδικασία αυτή, η απόφαση αυτή θα εξασφάλιζε στον καταναλωτή μόνον εκ των
υστέρων προστασία συνιστάμενη στην καταβολή αποζημίωσης, η οποία θα ήταν ελλιπής
και ανεπαρκής και δεν θα αποτελούσε ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο
προκειμένου να παύσει η χρήση της ίδιας αυτής ρήτρας, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα
στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013,

Aziz, C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 60, και της 17ης Μαΐου 2022, Impuls Leasing
România, C‑725/19, EU:C:2022:396, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60 Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της επιδιωκόμενης από την
οδηγία 93/13 προστασίας, το Δικαστήριο υπογράμμισε πόσο σημαντικό είναι να μπορεί το
επιληφθέν εθνικό δικαστήριο να λαμβάνει προσωρινά μέτρα δυνάμενα να αναστείλουν
παράνομη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή να τη διακόψουν, τούτο δε κατά μείζονα
λόγο όταν πρόκειται για διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση
ενυπόθηκης απαίτησης η οποία θα μπορούσε να καταλήξει στην αποβολή του καταναλωτή
και της οικογένειάς του από την οικογενειακή κατοικία, δεδομένου ότι το δικαίωμα στον
σεβασμό της κατοικίας αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, κατοχυρωμένο στο άρθρο 7 του
Χάρτη, το οποίο το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την εφαρμογή της
οδηγίας 93/13 (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023, Všeobecná úverová banka,
C‑598/21, EU:C:2023:845, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61 Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο
267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου,
στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του
παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα
αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά
ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, ένα εθνικό
δικαστήριο έχει διατυπώσει προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις
του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά
στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας
έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα υποβληθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των
στοιχείων αυτών. Συναφώς, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να συναγάγει, από το σύνολο
των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της απόφασης
περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας,
λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς. Προκειμένου να δώσει χρήσιμη
απάντηση σε δικαστήριο που έχει υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο μπορεί
να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους το εθνικό
δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στο ερώτημά του (αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1986, Tissier,
35/85, EU:C:1986:143, σκέψη 9, και της 6ης Μαρτίου 2025, ONB κ.λπ., C‑575/23,
EU:C:2025:141, σκέψη 57).

– Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

62 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να
διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας
93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι
εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους ένδικη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας, αφενός, η
υπερθεματίστρια εταιρία στην οποία κατακυρώθηκε ακίνητο εκπλειστηριασθέν στο πλαίσιο

εξωδικαστικής αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση απαίτησης εξασφαλισθείσας με
υποθήκη την οποία παραχώρησε καταναλωτής σε επαγγελματία πιστωτικό φορέα επί
ακινήτου το οποίο αποτελεί την οικογενειακή κατοικία του καταναλωτή ζητεί την έξωση του
εν λόγω καταναλωτή και, αφετέρου, ο καταναλωτής αμφισβητεί, με ανταγωγή, τη
νομιμότητα της μεταβίβασης της κυριότητας του εν λόγω ακινήτου στην υπερθεματίστρια
εταιρία, η οποία πραγματοποιήθηκε παρότι εκκρεμούσε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης
ένδικη διαδικασία με αίτημα την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω της ύπαρξης
καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση,
διαδικασία για την οποία η υπερθεματίστρια εταιρία είχε προηγουμένως ενημερωθεί από
τον καταναλωτή.

63 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν
μπορεί να γίνει λυσιτελής επίκληση της οδηγίας 93/13 σε διαδικασία της οποίας έχει
επιληφθεί εθνικό δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί το αντικείμενο της διαδικασίας αυτής και
τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαφοράς στην οποία αυτή εντάσσεται (πρβλ. απόφαση
της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Banco Santander, C‑598/15, EU:C:2017:945, σκέψεις 39, 42 και
49).

64 Από την εν λόγω νομολογία προκύπτει επίσης ότι δεν είναι δυνατή η λυσιτελής
επίκληση των διατάξεων της οδηγίας 93/13 ελλείψει συγκλινουσών ενδείξεων ως προς την
ενδεχόμενη ύπαρξη δυνητικώς καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου
βάσει της οποίας επισπεύσθηκε διαδικασία εξωδικαστικής εκτέλεσης (πρβλ. απόφαση της
7ης Δεκεμβρίου 2017, Banco Santander, C‑598/15, EU:C:2017:945, σκέψη 48).

65 Όσον αφορά, κατά πρώτον, το αντικείμενο της διαδικασίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει
ότι δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατή η λυσιτελής επίκληση του άρθρου 6, παράγραφος 1, και
του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 στο πλαίσιο διαφοράς η οποία δεν αφορά
τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης η οποία
απορρέει από τη σύμβαση δανείου που συνήφθη μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία,
αλλά την προστασία του εμπράγματου δικαιώματος κυριότητας το οποίο νομίμως
απέκτησε ο επαγγελματίας αυτός κατόπιν πωλήσεως με πλειστηριασμό (πρβλ. απόφαση
της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Banco Santander, C‑598/15, EU:C:2017:945, σκέψεις 44 και 47).

66 Πράγματι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η δυνατότητα του οφειλέτη, που παραχώρησε
υποθήκη επί ακινήτου, να αντιτάξει στον αποκτώντα υπερθεματιστή τις εξαιρέσεις που
προβλέπει η σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, ως προς την οποία, ωστόσο, ο εν λόγω
υπερθεματιστής ενδέχεται να έχει την ιδιότητα τρίτου, θα μπορούσε να επηρεάσει την
ασφάλεια δικαίου όσον αφορά παγιωμένες σχέσεις ιδιοκτησίας (πρβλ. απόφαση της 7ης
Δεκεμβρίου 2017, Banco Santander, C‑598/15, EU:C:2017:945, σκέψη 45).

67 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η διαδικασία
εκτέλεσης προς ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης έχει περατωθεί και τα δικαιώματα
κυριότητας επί του ακινήτου έχουν μεταβιβαστεί σε τρίτον, το δικαστήριο, είτε ενεργώντας
αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή, δεν μπορεί πλέον να προβεί σε
εξέταση της ενδεχόμενης καταχρηστικότητας συμβατικών ρητρών η οποία θα συνεπαγόταν
την ακύρωση των πράξεων μεταβίβασης της κυριότητας και, ως εκ τούτου, να διακυβεύσει
την ασφάλεια δικαίου ως προς την ήδη πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση της κυριότητας
προς τρίτον, της οποίας η νομιμότητα δεν είχε αμφισβητηθεί (πρβλ. απόφαση της 17ης
Μαΐου 2022, Ibercaja Banco, C‑600/19, EU:C:2022:394, σκέψη 57).

68 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαφορά της
κύριας δίκης αφορά εντούτοις δύο αγωγές με νομικά αντικείμενα που διαφέρουν από τα
επίμαχα στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που μνημονεύονται στις
σκέψεις 65 έως 67 της παρούσας απόφασης. Αφενός, το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί
αγωγής με αίτημα την έξωση των εναγομένων της κύριας δίκης από την οικογενειακή
κατοικία τους, την οποία άσκησε η ενάγουσα της κύριας δίκης στο πλαίσιο της άσκησης των
προνομίων τα οποία της παρέχει το δικαίωμα κυριότητας που απέκτησε κατόπιν
εξωδικαστικού πλειστηριασμού της κατοικίας αυτής.

69 Αφετέρου, η εν λόγω διαφορά αφορά ανταγωγή με την οποία οι εναγόμενοι της
κύριας δίκης αμφισβητούν τη νομιμότητα της μεταβίβασης της κυριότητας της εν λόγω
κατοικίας στην ενάγουσα της κύριας δίκης, για τον λόγο ότι ο νόμος περί εκουσίων
πλειστηριασμών δεν πληροί την απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η
οποία επιβεβαιώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 και κατοχυρώνεται
επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη. Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι βάσει του νόμου αυτού
επετράπη η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της επίμαχης
ενυπόθηκης απαίτησης, παρά την εκκρεμούσα ενώπιον δικαστηρίου αίτηση προσωρινών
μέτρων με αίτημα την αναστολή της εν λόγω αναγκαστικής εκτέλεσης. Όπως επισημάνθηκε
στις σκέψεις 37 και 46 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η
ενάγουσα της κύριας δίκης νομιμοποιείται παθητικώς, δυνάμει του σλοβακικού δικαίου,
στο πλαίσιο τέτοιας ανταγωγής.

70 Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με τη διαφορά στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η
απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Banco Santander (C‑598/15, EU:C:2017:945), η
διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά μόνον την προστασία του εμπράγματου δικαιώματος
κυριότητας που αποκτήθηκε κατόπιν πώλησης ακινήτου με πλειστηριασμό, αλλά και τις
προϋποθέσεις υπό τις οποίες η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση
απαίτησης εξασφαλισθείσας με υποθήκη επί του ακινήτου αυτού κατέληξε στη μεταβίβαση
του δικαιώματος κυριότητας στην υπερθεματίστρια εταιρία.

71 Πράγματι, στο πλαίσιο της ανταγωγής τους, οι εναγόμενοι της κύριας δίκης δεν
αντιτάσσουν στον αγοραστή ακινήτου, ο οποίος είναι τρίτος σε σχέση με τη σύμβαση
ενυπόθηκου δανείου η οποία αφορά το ακίνητο αυτό, λόγους ακυρότητας της σύμβασης

δανείου ή ορισμένων ρητρών της, αλλά αμφισβητούν την ίδια τη νομιμότητα της
μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου στον εν λόγω αγοραστή.

72 Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τις ιδιαιτερότητες της διαφοράς στην οποία εντάσσεται
η διαδικασία, από τη νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη λάβει υπόψη το
γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής είχε τη δυνατότητα, κατά τη διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης, να εναντιωθεί στην εν
λόγω διαδικασία ή να αιτηθεί την αναστολή της λόγω της ύπαρξης καταχρηστικής ρήτρας
στη σύμβαση δανείου την οποία αφορούσε η εν λόγω εμπράγματη ασφάλεια, καθώς και το
αν ο καταναλωτής είχε κάνει χρήση τέτοιων ενδίκων βοηθημάτων (πρβλ. απόφαση της 7ης
Δεκεμβρίου 2017, Banco Santander, C‑598/15, EU:C:2017:945, σκέψη 49).

73 Συναφώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1,
και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν έχουν εφαρμογή σε διαφορά η οποία
έχει ως αντικείμενο την προστασία εμπραγμάτων δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν νομίμως
από τον υπερθεματιστή ο οποίος απέκτησε την κυριότητα ακινήτου, όταν τα δικαιώματα
αυτά μεταβιβάστηκαν χωρίς ο καταναλωτής να έχει ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα που
προβλέπονται στο πλαίσιο αυτό (πρβλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Banco
Santander, C‑598/15, EU:C:2017:945, σκέψη 50).

74 Αντιθέτως, σε περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, η στάση των
καταναλωτών όσον αφορά τη διαδικασία εξωδικαστικής αναγκαστικής εκτέλεσης δεν
μπορεί να χαρακτηριστεί ως εντελώς αδρανής. Τουναντίον, πρώτον, οι εναγόμενοι της
κύριας δίκης άσκησαν ανακοπή με την οποία ζήτησαν να εμποδιστεί η συνέχιση της
διαδικασίας αυτής και, παραλλήλως, υπέβαλαν αίτηση προσωρινών μέτρων με αίτημα την
αναστολή της εν λόγω διαδικασίας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το εν λόγω ένδικο βοήθημα
ήταν το μόνο ικανό να εμποδίσει τη διενέργεια εξωδικαστικού πλειστηριασμού.

75 Υπό την επιφύλαξη της εκτίμησης στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο,
το γεγονός ότι, μετά τη διενέργεια του επίμαχου πλειστηριασμού, οι εναγόμενοι της κύριας
δίκης παραιτήθηκαν από την ως άνω ανακοπή δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι οι εν λόγω
εναγόμενοι δεν παρέμειναν αδρανείς. Πράγματι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί
παραπομπής, αίτημα της ανακοπής ήταν να υποχρεωθεί η τράπεζα να απόσχει από την
εκτέλεση της επίμαχης ενυπόθηκης απαίτησης με εξωδικαστικό πλειστηριασμό, η δε εν
λόγω ανακοπή συνοδευόταν από αίτηση αναστολής της διαδικασίας εκτέλεσης. Οι
εναγόμενοι της κύριας δίκης μπορούσαν επομένως ευλόγως να θεωρήσουν ότι η ανακοπή
είχε καταστεί άνευ αντικειμένου μετά την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού, με
αποτέλεσμα το δικαστήριο να μην μπορεί πλέον να εκδώσει, κατά τον χρόνο αυτόν,
απόφαση για να ματαιώσει ή να αναστείλει την εκτέλεση προς ικανοποίηση της
ενυπόθηκης απαίτησης.

76 Περαιτέρω, όπως υποστηρίζουν η ενάγουσα της κύριας δίκης και η Σλοβακική
Κυβέρνηση, οι εναγόμενοι της κύριας δίκης δεν υπέβαλαν, βεβαίως, αίτημα για την κήρυξη
της ακυρότητας του εν λόγω πλειστηριασμού βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 2, του
νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών. Συναφώς, παρατηρείται, αφενός, ότι, σύμφωνα με
τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, η ως άνω διάταξη επιτρέπει να ζητηθεί η
ακυρότητα εκούσιου πλειστηριασμού μόνο για τρεις λόγους στους οποίους δεν
συγκαταλέγεται ο παράνομος χαρακτήρας των ρητρών σύμβασης πίστωσης συναφθείσας
από καταναλωτή. Αφετέρου, η Σλοβακική Κυβέρνηση παρέπεμψε σε δύο διατάξεις του
Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας),
εκδοθείσες εντός του 2022, από τις οποίες προκύπτει ότι η προστασία έναντι των
καταχρηστικών ρητρών που περιλαμβάνονται στις καταναλωτικές συμβάσεις εμπίπτει
στους προβλεπόμενους στην εν λόγω διάταξη λόγους ακυρότητας εξωδικαστικού
πλειστηριασμού. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της απάντησης του αιτούντος
δικαστηρίου στην αίτηση παροχής διευκρινίσεων που του απευθύνθηκε επί του ζητήματος
αυτού, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 41 και 42 της παρούσας απόφασης, δεν μπορούσε να
αναμένεται από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος ορίζεται ως αυτός που έχει τη συνήθη
πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος [απόφαση της 4ης Ιουλίου
2024, Caixabank κ.λπ. (Έλεγχος διαφάνειας σε συλλογική αγωγή), C‑450/22, EU:C:2024:577,
σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], να προβλέψει την ερμηνεία του άρθρου 21,
παράγραφος 2, του νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών στην οποία προέβη το Najvyšší
súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) πέντε έτη μετά
τη διενέργεια του επίμαχου στην κύρια δίκη πλειστηριασμού. Στο αιτούν δικαστήριο
εναπόκειται, πάντως, να προβεί στον αναγκαίο σχετικό έλεγχο.

77 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι εναγόμενοι της κύριας δίκης, κατά
τον δεύτερο πλειστηριασμό του επίμαχου ακινήτου, ενημέρωσαν την ενάγουσα της κύριας
δίκης και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για την ύπαρξη εκκρεμούς αίτησης
προσωρινών μέτρων με αίτημα την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης προς
ικανοποίηση της επίμαχης ενυπόθηκης απαίτησης. Μολονότι είναι αληθές ότι η ενάγουσα,
με τις γραπτές παρατηρήσεις της, αμφισβητεί ότι ενημερώθηκε για την ύπαρξη της αίτησης
αυτής, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία
στηρίζεται σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του
Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των επίδικων πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στην
αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2024, Rustrans,
C‑392/23, EU:C:2024:1052, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), με συνέπεια ότι
το Δικαστήριο δεσμεύεται από την εκτίμηση αυτή.

78 Ομοίως, εναπόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, κατά τον
χρόνο έκδοσης της απόφασής του επί της ουσίας της διαφοράς της κύριας δίκης, αν μπορεί
να συναχθεί από τις «προβληματικές», όπως τις χαρακτηρίζει, περιστάσεις υπό τις οποίες
διενεργήθηκε ο επίμαχος στην κύρια δίκη πλειστηριασμός, και δη από το ότι η
υπερθεματίστρια εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα των πιστώσεων, της
διαχείρισης και της συντήρησης ακινήτων ενημερώθηκε για την ύπαρξη εκκρεμούς ένδικης
διαδικασίας με αντικείμενο τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας περί
πρόωρης λύσης της σύμβασης και υποχρέωσης καταβολής του υπολοίπου της οφειλής

βάσει της οποίας επισπεύσθηκε ο πλειστηριασμός αυτός, ότι η εν λόγω εταιρία ενήργησε
κακόπιστα στο πλαίσιο του εν λόγω πλειστηριασμού και, σε περίπτωση καταφατικής
απάντησης, να αντλήσει τις συνέπειες τις οποίες το εθνικό δίκαιο προσδίδει στην κακή
πίστη όσον αφορά τη νομιμότητα του πλειστηριασμού αυτού.

79 Τέλος, τρίτον, πρέπει να επισημανθεί, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται
στη σκέψη 64 της παρούσας απόφασης, ότι, κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου,
υπήρχαν συγκλίνουσες ενδείξεις, κατά την ημερομηνία του επίμαχου στην κύρια δίκη
πλειστηριασμού, ως προς την ενδεχόμενη ύπαρξη δυνητικώς καταχρηστικής ρήτρας στη
σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση της
επίμαχης ενυπόθηκης απαίτησης. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 33 της
παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν
συμβιβάζεται με την απαίτηση διαφάνειας η ρήτρα περί πρόωρης λύσης της σύμβασης και
υποχρέωσης καταβολής του υπολοίπου της οφειλής βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η εν
λόγω αναγκαστική εκτέλεση.

80 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, σε αντίθεση με την υπόθεση επί της οποίας
εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Banco Santander (C‑598/15,
EU:C:2017:945), οι εναγόμενοι της κύριας δίκης δεν παρέμειναν αδρανείς κατά τη
διαδικασία εξωδικαστικής αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά, αντιθέτως, έκαναν χρήση των
ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπει η σλοβακική νομοθεσία προκειμένου να εναντιωθούν
στην εκτέλεση αυτή, ενημερώνοντας συγχρόνως για τις ενέργειές τους τα εμπλεκόμενα
στην εν λόγω εκτέλεση πρόσωπα. Παρά ταύτα, η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε και κατέληξε
στην πώληση με πλειστηριασμό της οικογενειακής τους κατοικίας, χωρίς ουδόλως να
ελεγχθεί δικαστικώς η αιτία της απαίτησης της οποίας την ικανοποίηση αξίωνε η τράπεζα,
τούτο δε παρά το γεγονός ότι υπήρχαν συγκλίνουσες ενδείξεις ως προς τον δυνητικώς
καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας περί πρόωρης λύσης της σύμβασης και υποχρέωσης
καταβολής του υπολοίπου της οφειλής βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική
εκτέλεση.

81 Στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς χαρακτηριζόμενης από το σύνολο των συγκεκριμένων
περιστάσεων, η πλήρης αποτελεσματικότητα της προστασίας την οποία παρέχει η οδηγία
93/13 στους καταναλωτές και η απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που
προβλέπεται στο άρθρο 47 του Χάρτη επιβάλλουν να έχουν οι ενδιαφερόμενοι
καταναλωτές τη δυνατότητα να επικαλεστούν, στο πλαίσιο ανταγωγής όπως η επίμαχη στη
διαφορά της κύριας δίκης, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της
οδηγίας αυτής προκειμένου να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της μεταβίβασης της
κυριότητας του επίμαχου ακινήτου στην υπερθεματίστρια εταιρία.

82 Πράγματι, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, υπό τέτοιες περιστάσεις, η προστασία
της ασφάλειας δικαίου ως προς την ήδη πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση της κυριότητας σε
τρίτο, στην οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο στο πλαίσιο των υποθέσεων επί των οποίων
εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Banco Santander (C‑598/15,

EU:C:2017:945), και της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco (C‑600/19, EU:C:2022:394), δεν
μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει απόλυτο χαρακτήρα.

83 Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το
άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα
υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο
εφαρμογής τους ένδικη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας, αφενός, η υπερθεματίστρια
εταιρία στην οποία κατακυρώθηκε ακίνητο εκπλειστηριασθέν στο πλαίσιο εξωδικαστικής
αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση απαίτησης εξασφαλισθείσας με υποθήκη την
οποία παραχώρησε καταναλωτής σε επαγγελματία πιστωτικό φορέα επί ακινήτου το οποίο
αποτελεί την οικογενειακή κατοικία του καταναλωτή ζητεί την έξωση του εν λόγω
καταναλωτή και, αφετέρου, ο καταναλωτής αμφισβητεί, με ανταγωγή, τη νομιμότητα της
μεταβίβασης της κυριότητας του εν λόγω ακινήτου στην υπερθεματίστρια εταιρία, η οποία
πραγματοποιήθηκε παρότι εκκρεμούσε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης ένδικη διαδικασία
με αίτημα την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω της ύπαρξης καταχρηστικών
ρητρών στη σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση, διαδικασία για την οποία
η υπερθεματίστρια εταιρία είχε προηγουμένως ενημερωθεί από τον καταναλωτή. Τούτο
ισχύει εφόσον, κατά την ημερομηνία του επίμαχου πλειστηριασμού, υπήρχαν συγκλίνουσες
ενδείξεις ως προς τον δυνητικώς καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών αυτών και εφόσον ο
καταναλωτής έκανε χρήση των ενδίκων βοηθημάτων των οποίων η άσκηση μπορούσε
ευλόγως να αναμένεται από τον μέσο καταναλωτή, προκειμένου να επιτύχει τον δικαστικό
έλεγχο των εν λόγω ρητρών.

– Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

84 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να
διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας
93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι
αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τη συνέχιση εξωδικαστικής αναγκαστικής
εκτέλεσης προς ικανοποίηση απαίτησης εξασφαλισθείσας με υποθήκη την οποία
παραχώρησε καταναλωτής σε επαγγελματία πιστωτικό φορέα επί ακινήτου το οποίο
αποτελεί την οικογενειακή κατοικία του καταναλωτή αυτού, παρότι εκκρεμεί η εκδίκαση
αίτησης προσωρινών μέτρων με αίτημα την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης, και η
οποία, περαιτέρω, δεν προβλέπει καμία δυνατότητα να ζητηθεί η κήρυξη της ακυρότητας
της εκτέλεσης λόγω της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση βάσει της οποίας
επισπεύσθηκε η εκτέλεση αυτή.

85 Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, κάθε
περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή
υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται
λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της θέσης της διάταξης αυτής στην όλη διαδικασία,
της εξέλιξης της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της.

86 Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, ο νόμος περί εκουσίων
πλειστηριασμών, ως προς τον οποίο το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει αν συμβιβάζεται με
την οδηγία 93/13, επιτρέπει σε επαγγελματία πιστωτικό φορέα να επισπεύσει αναγκαστική
εκτέλεση προς ικανοποίηση απαίτησης εξασφαλισθείσας με εμπράγματη ασφάλεια και
απορρέουσας από σύμβαση πίστωσης, χωρίς προηγούμενη παρέμβαση δικαστηρίου
προκειμένου να ελεγχθεί η αιτία της οικείας απαίτησης, ακόμη και όταν πρόκειται για
υποθήκη συσταθείσα επί της οικογενειακής κατοικίας καταναλωτή.

87 Καίτοι αυτή καθεαυτήν η οδηγία 93/13 δεν αντιτίθεται σε διαδικασίες εξωδικαστικής
αναγκαστικής εκτέλεσης μη διεξαγόμενες από δικαστήρια, κατά τη διάρκεια των οποίων οι
καταναλωτές δεν μπορούν να επικαλεστούν την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στη
σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση (βλ. κατ’ αναλογίαν,
όσον αφορά τον ρόλο που μπορεί να ανατεθεί σε συμβολαιογράφο για τον έλεγχο των
καταχρηστικών συμβατικών ρητρών, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank
Hungary, C‑32/14, EU:C:2015:637, σκέψεις 47, 48 και 65), γεγονός παραμένει ότι τα κράτη
μέλη οφείλουν να θέτουν στη διάθεση των καταναλωτών κατάλληλα και αποτελεσματικά
μέσα έννομης προστασίας, ικανά να διασφαλίσουν ότι οι καταναλωτές δεν θα δεσμεύονται
από τέτοιες ρήτρες.

88 Εντούτοις, υπενθυμίζεται επίσης ότι, όσον αφορά τον νόμο περί εκουσίων
πλειστηριασμών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία 93/13 αντιτίθεται σε εθνική
ρύθμιση δυνάμει της οποίας επαγγελματίας μπορεί, κατόπιν της εφαρμογής ρήτρας περί
πρόωρης λύσης και υποχρέωσης καταβολής του υπολοίπου της οφειλής περιλαμβανόμενης
σε σύμβαση καταναλωτικής πίστης, να προβεί στην είσπραξη των ποσών που οφείλονται
βάσει της ρήτρας αυτής επισπεύδοντας πλειστηριασμό, εκτός οιασδήποτε ένδικης
διαδικασίας, επί της οικογενειακής κατοικίας του καταναλωτή (πρβλ. απόφαση της 9ης
Νοεμβρίου 2023, Všeobecná úverová banka, C‑598/21, EU:C:2023:845, σκέψεις 84 και 90).

89 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, προκειμένου να
εναντιωθεί σε εξωδικαστικό πλειστηριασμό και να επικαλεστεί την ύπαρξη δυνητικώς
καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε ο πλειστηριασμός, ο
καταναλωτής πρέπει να κινήσει ένδικη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας μπορεί επίσης να
ζητήσει, ως προσωρινό μέτρο, την αναστολή του εν λόγω πλειστηριασμού μέχρι την έκδοση
απόφασης επί της ουσίας. Παρά ταύτα, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο b,
δεύτερη περίοδος, του νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών προκύπτει ότι ο υπάλληλος
του πλειστηριασμού υποχρεούται να αναστείλει τον πλειστηριασμό μόνον εφόσον έχει
διαταχθεί από δικαστήριο σχετικό προσωρινό μέτρο.

90 Όπως προκύπτει από την επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση, η διάταξη αυτή
επιτρέπει να συνεχιστεί η αναγκαστική εκτέλεση ακόμη και όταν εκκρεμεί ενώπιον
δικαστηρίου αίτηση προσωρινών μέτρων με αίτημα την αναστολή της εκτέλεσης και, κατά

συνέπεια, να καταλήξει στη μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας επί ακινήτου, ακόμη
και όταν πρόκειται για την οικογενειακή κατοικία του καταναλωτή, πριν το εν λόγω
δικαστήριο αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής και μολονότι υφίστανται συγκλίνουσες
ενδείξεις ως προς την ενδεχόμενη ύπαρξη δυνητικώς καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση
βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση.

91 Κατά συνέπεια, μολονότι το άρθρο 325 του κώδικα πολιτικής δικονομίας επιτρέπει
στον δικαστή να διατάξει προσωρινό μέτρο, όπως είναι η αναστολή εξωδικαστικού
πλειστηριασμού, διαπιστώνεται ότι το ένδικο αυτό βοήθημα δεν φαίνεται να παρέχει στον
καταναλωτή πραγματική δυνατότητα να επιτύχει, πριν από τη διενέργεια του
πλειστηριασμού, δικαστικό έλεγχο των δυνητικώς καταχρηστικών ρητρών της σύμβασης
βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση ή έστω έναν prima facie έλεγχο
στο πλαίσιο αίτησης προσωρινών μέτρων, μολονότι η λήψη τέτοιων μέτρων είναι αναγκαία
για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της απόφασης επί της ουσίας.

92 Συναφώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 59 της
παρούσας απόφασης, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 απαιτεί να μη
στερείται ο καταναλωτής της πραγματικής δυνατότητας να επιτύχει την αναστολή
διαδικασίας εκτέλεσης η οποία επισπεύσθηκε βάσει εκτελεστού τίτλου στηριζόμενου σε
συμβατική ρήτρα της οποίας το κύρος αμφισβητείται δικαστικώς λόγω του καταχρηστικού
χαρακτήρα της, δεδομένου ότι, ελλείψει της αναστολής αυτής, η απόφαση επί της ουσίας,
με την οποία διαπιστώνεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας αυτής, θα παρείχε
στον καταναλωτή μόνον εκ των υστέρων προστασία συνιστάμενη αποκλειστικώς στην
καταβολή αποζημίωσης, η οποία θα ήταν ελλιπής και ανεπαρκής και, ως εκ τούτου, δεν θα
συνιστούσε ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο προκειμένου να παύσει η χρήση
της εν λόγω ρήτρας.

93 Η απαίτηση αυτή δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο, όπως προκύπτει από τη
νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης, όταν, όπως στην
υπόθεση της κύριας δίκης, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης αφορά την κατοικία του
καταναλωτή και της οικογένειάς του, η προστασία της οποίας αποτελεί έκφανση του
θεμελιώδους δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το οποίο
κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη.

94 Όσον αφορά τη δυνατότητα που παρέχεται στους καταναλωτές να θεραπεύσουν εκ
των υστέρων τις συνέπειες εξωδικαστικού πλειστηριασμού, το άρθρο 21, παράγραφος 2,
του νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών προβλέπει ότι οι καταναλωτές δικαιούνται να
ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας του πλειστηριασμού εντός τριών μηνών από την
ημερομηνία της κατακύρωσης, σε περίπτωση αμφισβήτησης του κύρους της σύμβασης περί
σύστασης της οικείας εμπράγματης ασφάλειας ή σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων
του νόμου αυτού.

95 Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν επιτρέπει στους
καταναλωτές να ζητήσουν την κήρυξη της ακυρότητας εξωδικαστικού πλειστηριασμού λόγω
της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η
αναγκαστική εκτέλεση και ότι, εν προκειμένω, κατά την ημερομηνία διενέργειας του
επίμαχου στην κύρια δίκη πλειστηριασμού, δεν είχε εκδοθεί στη Σλοβακία καμία δικαστική
απόφαση με την οποία να διαπιστώνεται η ακυρότητα του πλειστηριασμού για έναν τέτοιο
λόγο. Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο
επισήμανε ότι εξακολουθεί να μην υφίσταται, επί του παρόντος, αρκούντως παγιωμένη
νομολογία προς την κατεύθυνση αυτή.

96 Αντιθέτως, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι
η ερμηνεία του άρθρου 21, παράγραφος 2, του νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών στην
οποία προέβη το αιτούν δικαστήριο δεν είναι ορθή. Συναφώς, η εν λόγω κυβέρνηση
επικαλέστηκε τη νομολογία του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου
της Σλοβακικής Δημοκρατίας), η οποία αποτυπώνεται σε δύο διατάξεις εκδοθείσες από το
ανώτατο αυτό δικαστήριο το 2022, με τις οποίες ερμηνεύθηκε το άρθρο αυτό υπό την
έννοια ότι η ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε
εξωδικαστική αναγκαστική εκτέλεση συνιστά λόγο ο οποίος καθιστά δυνατή την κήρυξη της
ακυρότητας της πώλησης με πλειστηριασμό που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της
εκτέλεσης αυτής. Μια τέτοια ερμηνεία αποδείχθηκε αναγκαία, δεδομένου ότι πριν από τον
πλειστηριασμό δεν διενεργείται κατ’ ανάγκην δικαστικός έλεγχος της αξίωσης.

97 Με την απάντησή της στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 62
του Κανονισμού Διαδικασίας, η εν λόγω κυβέρνηση προσέθεσε ότι η προμνημονευθείσα
νομολογία επιβεβαιώθηκε από το Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο
της Σλοβακικής Δημοκρατίας) με νέα απόφαση, εκδοθείσα στις 27 Νοεμβρίου 2023, με την
οποία το ως άνω ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι, στις διαδικασίες για την κήρυξη της
ακυρότητας εξωδικαστικού πλειστηριασμού, οι δικαστές υποχρεούνται να εξετάζουν
αυτεπαγγέλτως αν η συναφθείσα με καταναλωτή σύμβαση εμπράγματης ασφάλειας
περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, προκειμένου να διασφαλίζεται η προσήκουσα έννομη
προστασία των καταναλωτών.

98 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας που κινείται δυνάμει του
άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερμηνεύει εθνικές διατάξεις,
δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών
δικαστηρίων (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Gradbeništvo Korana, C‑579/17,
EU:C:2019:162, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

99 Ακόμη δε και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου περί εκουσίων
πλειστηριασμών ερμηνεύεται πλέον από το Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο
Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) κατά τον τρόπο που εκτίθεται στις σκέψεις 96 και
97 της παρούσας απόφασης, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, το
γεγονός αυτό, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 79 των προτάσεών της,

τελεί υπό την επιφύλαξη του ζητήματος αν, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας
διενέργειας του επίμαχου στην κύρια δίκη πλειστηριασμού, οι εναγόμενοι της κύριας δίκης
μπορούσαν ευλόγως να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επιτύχουν την κήρυξη της ακυρότητας
του πλειστηριασμού με την άσκηση ενδίκου βοηθήματος δυνάμει της διάταξης αυτής εντός
τριών μηνών από την κατακύρωση του ακινήτου που εκπλειστηριάσθηκε. Υπό την
επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η
ερμηνεία της εν λόγω διάταξης στην οποία κατέληξε το Najvyšší súd Slovenskej republiky
(Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) φαίνεται να δικαιολογείται ακριβώς
από την ανάγκη να καλυφθεί η απουσία, στην ίδια διάταξη, οποιασδήποτε μνείας σχετικά
με τη δυνατότητα να ζητηθεί η ακυρότητα πλειστηριασμού λόγω της ύπαρξης
καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε ο πλειστηριασμός.

100 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις
οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, τα ένδικα βοηθήματα τα οποία είχαν στη
διάθεσή τους οι εναγόμενοι της κύριας δίκης κατά τον χρόνο διενέργειας του επίμαχου
στην κύρια δίκη πλειστηριασμού δεν πληρούσαν την απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής
προστασίας, διότι δεν παρείχαν ούτε πραγματική δυνατότητα αναστολής της διενέργειας
του πλειστηριασμού στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης, προκειμένου να καταστεί
δυνατός ο δικαστικός έλεγχος μιας δυνητικώς καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση βάσει
της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση, μολονότι εκκρεμούσε ενώπιον δικαστηρίου αίτηση
αναστολής, ούτε δυνατότητα να ζητηθεί η κήρυξη της ακυρότητας του εν λόγω
πλειστηριασμού λόγω της ύπαρξης της ρήτρας αυτής, τούτο δε παρά την ύπαρξη
συγκλινουσών ενδείξεων ως προς τον δυνητικώς καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας
αυτής.

101 Οι επισημάνσεις του αιτούντος δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως
προδικαστικής αποφάσεως, οι οποίες υπομνήσθηκαν ιδίως στη σκέψη 95 της παρούσας
απόφασης, καταδεικνύουν, επομένως, ότι, τουλάχιστον κατά την ημερομηνία διενέργειας
του επίμαχου στην κύρια δίκη πλειστηριασμού, οι διατάξεις του νόμου περί εκουσίων
πλειστηριασμών καθιστούσαν στην πράξη υπερβολικά δυσχερή, αν όχι αδύνατη, την
προστασία των δικαιωμάτων αυτών.

102 Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο όσον αφορά τη
δυνατότητα σύμφωνης προς τις διατάξεις της οδηγίας 93/13 ερμηνείας του άρθρου 21,
παράγραφος 2, του νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών, παρατηρείται ότι δεν φαίνεται
να αποκλείεται μια τέτοια ερμηνεία, λαμβανομένης υπόψη της πρόσφατης νομολογίας του
Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας), η
οποία μνημονεύεται στις σκέψεις 96 και 97 της παρούσας απόφασης, όπως αυτή εκτέθηκε
από τη Σλοβακική Κυβέρνηση.

103 Αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έχει τη δυνατότητα να
ερμηνεύσει το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών κατά
τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις της οδηγίας 93/13, όσον αφορά τους προβλεπόμενους

σε αυτό λόγους ακυρώσεως, παρατηρείται ότι το εν λόγω άρθρο 21, παράγραφος 2,
προβλέπει επίσης ότι το αίτημα για την κήρυξη ακυρότητας πρέπει να υποβληθεί εντός
τριών μηνών από την ημερομηνία της κατακύρωσης. Συναφώς, όπως προκύπτει από τις
σκέψεις 76 και 99 της παρούσας απόφασης και υπό την επιφύλαξη εξακρίβωσης από το
αιτούν δικαστήριο, δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται από τους εναγομένους της
κύριας δίκης να υποβάλουν αίτημα για την κήρυξη της ακυρότητας του επίμαχου
πλειστηριασμού δυνάμει της διάταξης αυτής. Η σημασία, όμως, του δημοσίου
συμφέροντος στο οποίο στηρίζεται η προστασία την οποία παρέχει η οδηγία αυτή στους
καταναλωτές και η ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων που οι
πολίτες αντλούν από την εν λόγω οδηγία, η οποία ενέχει, μεταξύ άλλων, απαίτηση
αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δικαιολογούν, ελλείψει αποτελεσματικών μέσων
ένδικης προστασίας που να τους παρέχουν στους εναγομένους της κύριας δίκης τη
δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους τα οποία απορρέουν από την ίδια οδηγία
πριν από την ημερομηνία του πλειστηριασμού, το να μην απολέσουν αυτοί το δικαίωμά
τους να προσβάλουν, στη διαφορά της κύριας δίκης, την αναγκαστική εκτέλεση που
κατέληξε στην κατακύρωση αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Μαΐου 2022,
Ibercaja Banco, C‑600/19, EU:C:2022:394, σκέψεις 45, 49 και 50).

104 Εξάλλου, δεδομένου ότι από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το αιτούν
δικαστήριο θα μπορούσε να καταλήξει στη διαπίστωση της ακυρότητας του επίμαχου στην
κύρια δίκη πλειστηριασμού και, κατά συνέπεια, στην αποκατάσταση των εννόμων σχέσεων
που υφίσταντο μεταξύ των εναγομένων της κύριας δίκης και της τράπεζας πριν από τη
διενέργεια του πλειστηριασμού, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει, υπό το πρίσμα
του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, τη δυνατότητα να επιτραπεί στην τράπεζα αυτή να
μετάσχει στη διαδικασία, με κάθε πρόσφορο δικονομικό τρόπο, μεταξύ άλλων είτε με
εκούσια παρέμβαση είτε, κατά περίπτωση, με αναγκαστική παρέμβαση.

105 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα
πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1,
της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 47 του Χάρτη, έχουν
την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τη συνέχιση εξωδικαστικής
αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση απαίτησης εξασφαλισθείσας με υποθήκη την
οποία παραχώρησε καταναλωτής σε επαγγελματία πιστωτικό φορέα επί ακινήτου το οποίο
αποτελεί την οικογενειακή κατοικία του καταναλωτή αυτού, παρότι εκκρεμεί η εκδίκαση
αίτησης προσωρινών μέτρων με αίτημα την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης και
υφίστανται συγκλίνουσες ενδείξεις ως προς την ενδεχόμενη ύπαρξη δυνητικώς
καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση αυτή, και η
οποία, περαιτέρω, δεν προβλέπει καμία δυνατότητα να επιτευχθεί δικαστικώς η κήρυξη της
ακυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στη
σύμβαση αυτήν.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

106 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να
διευκρινιστεί αν η οδηγία 2005/29 έχει την έννοια ότι η εκτέλεση απαίτησης
εξασφαλισθείσας με εμπράγματη ασφάλεια και βασιζόμενης σε καταχρηστική συμβατική
ρήτρα η οποία προβλέπει την πρόωρη λύση της σύμβασης και την υποχρέωση καταβολής
του υπολοίπου της οφειλής που απορρέει από σύμβαση καταναλωτικής πίστης συνιστά
αθέμιτη εμπορική πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής, και
ειδικότερα επιθετική εμπορική πρακτική, κατά την έννοια των άρθρων 8 και 9 της εν λόγω
οδηγίας, δυνάμενη να στοιχειοθετήσει την ευθύνη τόσο του επαγγελματία δανειστή όσο
και της εταιρίας που διενεργεί τον πλειστηριασμό προς εκτέλεση της εν λόγω απαίτησης.

107 Η ενάγουσα της κύριας δίκης, η Σλοβακική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
ζητούν να κριθεί απαράδεκτο το ερώτημα αυτό.

108 Συναφώς, παρατηρείται ότι το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει τους λόγους για
τους οποίους η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα είναι αναγκαία για να μπορέσει να εκδώσει
απόφαση επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, κατά την έννοια της νομολογίας που
παρατίθεται στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης.

109 Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, μια
εμπορική πρακτική αποσκοπεί, ως εκ της φύσεώς της, στο να παρακινήσει τον καταναλωτή
να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε. Η δε απόφαση
περί παραπομπής δεν αναφέρει σαφώς το είδος της απόφασης συναλλαγής που έλαβαν οι
εναγόμενοι της κύριας δίκης, το οποίο η τράπεζα, ή ακόμη και ο υπάλληλος του
πλειστηριασμού, αλλοίωσαν.

110 Επομένως, δεδομένου ότι η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα βαίνει πέραν
του πλαισίου της δικαιοδοτικής αποστολής που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο δυνάμει του
άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο.

Επί των δικαστικών εξόδων

111 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης
τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό
εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν
όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν
αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ
του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των
συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 7
και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχουν την έννοια ότι:

εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους ένδικη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας, αφενός, η
υπερθεματίστρια εταιρία στην οποία κατακυρώθηκε ακίνητο εκπλειστηριασθέν στο πλαίσιο
εξωδικαστικής αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση απαίτησης εξασφαλισθείσας με
υποθήκη την οποία παραχώρησε καταναλωτής σε επαγγελματία πιστωτικό φορέα επί
ακινήτου το οποίο αποτελεί την οικογενειακή κατοικία του καταναλωτή ζητεί την έξωση του
εν λόγω καταναλωτή και, αφετέρου, ο καταναλωτής αμφισβητεί, με ανταγωγή, τη
νομιμότητα της μεταβίβασης της κυριότητας του εν λόγω ακινήτου στην υπερθεματίστρια
εταιρία, η οποία πραγματοποιήθηκε παρότι εκκρεμούσε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης
ένδικη διαδικασία με αίτημα την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω της ύπαρξης
καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση,
διαδικασία για την οποία η υπερθεματίστρια εταιρία είχε προηγουμένως ενημερωθεί από
τον καταναλωτή. Τούτο ισχύει εφόσον, κατά την ημερομηνία του επίμαχου
πλειστηριασμού, υπήρχαν συγκλίνουσες ενδείξεις ως προς τον δυνητικώς καταχρηστικό
χαρακτήρα των ρητρών αυτών και εφόσον ο καταναλωτής έκανε χρήση των ενδίκων
βοηθημάτων των οποίων η άσκηση μπορούσε ευλόγως να αναμένεται από τον μέσο
καταναλωτή, προκειμένου να επιτύχει τον δικαστικό έλεγχο των εν λόγω ρητρών.

2) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13,
ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τη συνέχιση εξωδικαστικής αναγκαστικής
εκτέλεσης προς ικανοποίηση απαίτησης εξασφαλισθείσας με υποθήκη την οποία
παραχώρησε καταναλωτής σε επαγγελματία πιστωτικό φορέα επί ακινήτου το οποίο
αποτελεί την οικογενειακή κατοικία του καταναλωτή αυτού, παρότι εκκρεμεί η εκδίκαση
αίτησης προσωρινών μέτρων με αίτημα την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης και
υφίστανται συγκλίνουσες ενδείξεις ως προς την ενδεχόμενη ύπαρξη δυνητικώς
καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση βάσει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση αυτή, και η
οποία, περαιτέρω, δεν προβλέπει καμία δυνατότητα να επιτευχθεί δικαστικώς η κήρυξη της
ακυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στη
σύμβαση αυτήν.

(υπογραφές)

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 14ης Νοεμβρίου 2024 (1)

Υπόθεση C‑351/23

GR REAL s. r. o.

κατά

PO,

RT

[αίτηση του Krajský súd v Prešove
(περιφερειακού δικαστηρίου Prešov, Σλοβακία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ –
Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Σύμβαση
καταναλωτικής πίστης – Σύμβαση της οποίας η εκπλήρωση εξασφαλίζεται με τη σύσταση
εμπράγματης ασφάλειας – Ακίνητο που αποτελεί την οικογενειακή κατοικία του
καταναλωτή – Ρήτρα πρόωρης λύσης για την εξόφληση της πίστωσης – Εξωδικαστικός
πλειστηριασμός της κατοικίας του καταναλωτή »

I. Εισαγωγή

  1. Η απόφαση‑ορόσημο Aziz (2) ανέδειξε τη στενή σύνδεση μεταξύ των
    «συμπλεκόμενων» διατάξεων του δικαίου προστασίας των καταναλωτών, της νομοθεσίας
    περί υποθηκών και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (3). Έκτοτε, η νομολογία του
    Δικαστηρίου όσον αφορά την οδηγία 93/13/ΕΟΚ (4) σε σχέση με τη διαδικασία εκτέλεσης
    συμβάσεων ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων ισχυροποίησε τις δικονομικές εγγυήσεις
    υπέρ των καταναλωτών. Ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο ερμηνεύει την οδηγία 93/13
    υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 47, παράγραφος 1, του Χάρτη των
    Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) έχει συμβάλει στην
    ανάδυση ενός «κραταιού συστήματος ένδικης προστασίας» (5) κατά των κατασχέσεων.
  2. Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αναπτύξει περαιτέρω
    τις δικονομικές εγγυήσεις κατά των καταχρηστικών ρητρών στο πλαίσιο εξωδικαστικής
    διαδικασίας εκτέλεσης ενυπόθηκης απαίτησης και να εμβαθύνει στο ζήτημα του
    αντίκτυπου που μπορεί να έχουν προβαλλόμενες δικονομικές πλημμέλειες επί της
    δυνατότητας του καταναλωτή να προσβάλει την έξωσή του μετά την πώληση του
    ενυπόθηκου ακινήτου μέσω πλειστηριασμού.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

  1. Η οδηγία 93/13
  2. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των
ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα,
προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που
συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές».

Β. Το σλοβακικό δίκαιο

  1. Ο αστικός κώδικας
  2. Κατά το άρθρο 151j, παράγραφος 1, του zákon č. 40/1964 Zb. Občiansky zákonník
    (νόμου 40/1964 περί αστικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών
    περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: αστικός κώδικας):

«Αν απαίτηση που έχει εξασφαλισθεί με εμπράγματη ασφάλεια δεν ικανοποιηθεί
ολοσχερώς και εμπροθέσμως, ο ενέγγυος πιστωτής δύναται να επισπεύσει αναγκαστική
εκτέλεση επί του βεβαρημένου πράγματος. Στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης επί
του βεβαρημένου πράγματος, ο ενέγγυος πιστωτής δύναται να ικανοποιηθεί κατά τον
τρόπο που προβλέπεται στη σύμβαση ή με την πώληση του βεβαρημένου πράγματος σε
πλειστηριασμό, σύμφωνα με ειδικό νόμο […], ή να απαιτήσει να ικανοποιηθεί με την
πώληση του βεβαρημένου πράγματος σύμφωνα με ειδικές νομοθετικές διατάξεις […],
εφόσον δεν προβλέπεται άλλως από τον παρόντα κώδικα ή από ειδικό νόμο».

  1. Το άρθρο 565 του αστικού κώδικα έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση εξόφλησης διά της καταβολής δόσεων, ο πιστωτής δύναται να ζητήσει την
καταβολή του συνολικού ποσού της απαίτησης λόγω μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης
καταβολής μίας εκ των μηνιαίων δόσεων μόνον εφόσον τούτο έχει συμφωνηθεί μεταξύ των
μερών ή έχει οριστεί με δικαστική απόφαση. Ωστόσο, ο πιστωτής δύναται να ασκήσει το
δικαίωμα αυτό το αργότερο έως την ημερομηνία κατά την οποία θα καταστεί ληξιπρόθεσμη
η πρώτη επόμενη δόση».

  1. Ο νόμος περί εκούσιων πλειστηριασμών
  2. Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του zákon č. 527/2002 Z. z. o dobrovol’ných dražbách
    (νόμου 527/2022 περί εκούσιων πλειστηριασμών, όπως τροποποιήθηκε· στο εξής: νόμος
    περί εκούσιων πλειστηριασμών) ορίζει ότι πώληση μέσω πλειστηριασμού δύναται να
    πραγματοποιηθεί μόνον βάσει γραπτής συμφωνίας υπογραφείσας μεταξύ του
    επισπεύδοντος την εκτέλεση και του υπαλλήλου του πλειστηριασμού.
  3. Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του νόμου περί εκούσιων πλειστηριασμών έχει ως εξής:

«Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού υποχρεούται να αναστείλει τον πλειστηριασμό το
αργότερο πριν από την έναρξή του α) δυνάμει γραπτής εντολής του επισπεύδοντος την
εκτέλεση, β) εφόσον στον υπάλληλο του πλειστηριασμού προσκομίζεται εκτελεστή
απόφαση, βάσει της οποίας ο επισπεύδων την εκτέλεση δεν δικαιούται να ζητήσει την
επίσπευση της εκτέλεσης με πλειστηριασμό· σε περίπτωση λήψης προσωρινών μέτρων από
το δικαστήριο, αρκεί να αποδειχθεί στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ότι λήφθηκε τέτοιο
μέτρο […]».

  1. Το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου περί εκούσιων πλειστηριασμών ορίζει τα
    εξής:

«Σε περίπτωση που η ισχύς της σύμβασης περί σύστασης εμπράγματης ασφάλειας
αμφισβητείται ή υπάρχει παράβαση του παρόντος νόμου, το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι
λόγω της παράβασης αυτής θίγονται τα δικαιώματά του δύναται να ζητήσει από το
δικαστήριο την κήρυξη της ακυρότητας του πλειστηριασμού. Εντούτοις, το δικαίωμα
δικαστικής προσφυγής αποσβέννυται εάν δεν ασκηθεί εντός τριών μηνών από τη
διενέργεια του πλειστηριασμού, εκτός εάν οι λόγοι ακύρωσης του πλειστηριασμού
αφορούν παράνομη πράξη και το αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι οικία ή διαμέρισμα
όπου, κατά την ημερομηνία κατακύρωσης, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης είχε τη μόνιμη
κατοικία του σύμφωνα με τον νόμο· στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητηθεί η κήρυξη
ακυρότητας του πλειστηριασμού και μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας».

  1. Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας
  2. Κατά το άρθρο 325, παράγραφος 1, του zákon 160/2015 Z. z. Civilný sporový poriadok
    (νόμου 160/2015 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας):

«Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων εφόσον είναι αναγκαία η
άμεση διόρθωση κατάστασης ή εφόσον υφίσταται κίνδυνος μη εκτέλεσης της δικαστικής
αποφάσεως».

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

  1. Στις 7 Απριλίου 2011 οι PO και RT, εφεσίβλητοι της κύριας δίκης, έλαβαν
    καταναλωτικό δάνειο ύψους 63 000 ευρώ από τη Slovenská Sporiteľňa, a.s. (στο εξής:
    τράπεζα). Το δάνειο αυτό έπρεπε να αποπληρωθεί σε μηνιαίες δόσεις ύψους 424,41 ευρώ,
    αρχής γενομένης από τις 20 Ιουνίου 2011, με την τελευταία δόση να είναι καταβλητέα στις
    20 Ιανουαρίου 2030. Επιπλέον, οι εφεσίβλητοι συνήψαν αυθημερόν και σύμβαση σύστασης
    υποθήκης για την εξασφάλιση του δανείου. Το αντικείμενο της σύμβασης σύστασης της
    υποθήκης ήταν η οικία στην οποία κατοικούσαν οι PO και RT με τα τρία παιδιά τους.
  2. Με επιστολή της 3ης Νοεμβρίου 2016, η τράπεζα κήρυξε το δάνειο ληξιπρόθεσμο με
    άμεση ισχύ και ζήτησε από τους PO και RT την εξόφληση της απαίτησης, με την καταβολή
    του συνόλου του εναπομένοντος ποσού των 56 888,08 ευρώ (6). Σύμφωνα με τη σλοβακική
    νομοθεσία, ο επισπεύδων ενυπόθηκος δανειστής δικαιούται να ζητήσει την εκούσια
    πώληση μέσω πλειστηριασμού του βεβαρημένου με υποθήκη ακινήτου, εφόσον τα μέρη
    συμφώνησαν προς τούτο.
  3. Στις 21 Απριλίου 2017 οι PO και RT άσκησαν ανακοπή ενώπιον του Okresný súd
    Prešov (πρωτοδικείου Prešov, Σλοβακία) με αίτημα να υποχρεωθεί η τράπεζα να απόσχει
    από την εκτέλεση της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου μέσω εκούσιου πλειστηριασμού.
    Στην ανακοπή τους, οι PO και RT ισχυρίστηκαν ότι η τράπεζα δεν είχε το δικαίωμα να
    απαιτήσει το σύνολο του δανείου πρόωρα, καθώς τα μέρη της δανειακής σύμβασης δεν
    είχαν συνάψει σχετική συμφωνία. Ζήτησαν επίσης να ληφθούν προσωρινά μέτρα ώστε η
    τράπεζα να υποχρεωθεί να μην προχωρήσει στην εκτέλεση μέχρι το πέρας της
    διαγνωστικής δίκης.
  4. Στις 25 Απριλίου 2017 διεξήχθη ο πρώτος γύρος του πλειστηριασμού, στον οποίο ο
    PO προέβαλε ένσταση κατά της διαδικασίας του πλειστηριασμού, επικαλούμενος την
    εκκρεμή δίκη. Ο πρώτος γύρος του εκούσιου πλειστηριασμού απέβη άκαρπος, καθώς δεν
    υποβλήθηκαν προσφορές.
  5. Με διάταξη της 26ης Μαΐου 2017, το Okresný súd Prešov (πρωτοδικείο Prešov)
    απέρριψε την αίτηση προσωρινών μέτρων, χωρίς να εξετάσει τους ισχυρισμούς των
    εναγόντων ότι η τράπεζα προσέβαλε τα δικαιώματά τους απαιτώντας την ολοσχερή
    εξόφληση του δανείου. Οι PO και RT άσκησαν έφεση κατά της διατάξεως ασφαλιστικών
    μέτρων ενώπιον του Krajský súd v Prešove (περιφερειακού δικαστηρίου Prešov, Σλοβακία).
  6. Ενώ εκκρεμούσε η εφετειακή δίκη, διεξήχθη ο δεύτερος γύρος του πλειστηριασμού,
    στις 18 Ιουλίου 2017. Κατά τη διάρκειά του, ο PO επισήμανε στον υπάλληλο του
    πλειστηριασμού και στον συμβολαιογράφο ότι εκκρεμούσε ένδικη διαδικασία για την
    αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εντούτοις, ούτε ο συμβολαιογράφος ούτε ο
    υπάλληλος του πλειστηριασμού έλαβαν υπόψη τη δήλωση του PO.
  7. Ο υπερθεματιστής στον πλειστηριασμό ήταν η GR REAL, εταιρία η οποία, μεταξύ
    άλλων, παρέχει πιστώσεις και δάνεια, ενώ διαθέτει ακίνητα οικιστικής και μη οικιστικής
    χρήσης. Σύμφωνα με τη σλοβακική νομοθεσία, κατόπιν της πλειοδοσίας, το δικαίωμα της
    κυριότητας επί της περιουσίας μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή.
  8. Με απόφαση της 9ης Αυγούστου 2017, το Krajský súd v Prešove (περιφερειακό
    δικαστήριο Prešov) αποφάνθηκε επί της έφεσης των PO και RT, εξαφάνισε την απόφαση
    του Okresný súd Prešov (πρωτοδικείου Prešov) και ανέπεμψε την υπόθεση στο
    πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατά το Krajský súd v Prešove (περιφερειακό δικαστήριο Prešov),
    το δικαστήριο του πρώτου βαθμού όφειλε να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό
    των PO και RT ότι δεν είχαν συνάψει με την τράπεζα συμφωνία δυνάμει της οποίας η
    τελευταία θα μπορούσε να απαιτήσει πρόωρα την ολοσχερή εξόφληση του δανείου (7).
    Επιπλέον, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει την αρχή της αναλογικότητας
    και να εξετάσει εάν ο εκούσιος πλειστηριασμός συνιστά κατάλληλο μέτρο, λαμβάνοντας
    υπόψη, μεταξύ άλλων, τη φύση του εκπλειστηριαζόμενου ακινήτου ως οικογενειακής
    κατοικίας των PO και RT, καθώς και τη διαθεσιμότητα εναλλακτικών μέσων για την
    ικανοποίηση της απαίτησης του πιστωτή.
  9. Στις 19 Δεκεμβρίου 2017 οι PO και RT παραιτήθηκαν από την ανακοπή τους με
    αίτημα την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μέσω εκούσιου πλειστηριασμού, διότι ο
    πλειστηριασμός είχε ήδη διεξαχθεί, συνεπώς η ανακοπή τους κατέστη άνευ αντικειμένου.
    Με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2018, το Okresný súd Prešov (πρωτοδικείο Prešov)
    κατάργησε τη δίκη και καταδίκασε τους PO και RT στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα
    οποία είχε υποβληθεί η τράπεζα.
  10. Κατόπιν του πλειστηριασμού, η GR REAL καταχωρίστηκε στο κτηματολόγιο ως
    ιδιοκτήτρια της οικίας και κάλεσε τους PO και RT να εκκενώσουν την οικογενειακή κατοικία.
  11. Οι PO και RT αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την οικία τους, όπου ζουν με τα τρία
    παιδιά τους, δύο εκ των οποίων είναι ανήλικα και πάσχουν από σοβαρή ψυχολογική
    διαταραχή. Επιπλέον, ο PO υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και χρήζει καθημερινής
    φροντίδας.
  12. Η GR REAL διέκοψε την πρόσβαση της οικίας σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, όπως το
    νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα. Άσκησε επίσης εξωστική αγωγή με αίτημα οι εναγόμενοι να
    εκκενώσουν το ακίνητο. Η εξωστική αγωγή απορρίφθηκε από το Okresný súd Prešov
    (πρωτοδικείο Prešov), καθώς και σε δεύτερο βαθμό από το Krajský súd v Prešove
    (περιφερειακό δικαστήριο Prešov). Αμφότερα τα δικαστήρια έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι
    το επίμαχο ακίνητο αποτελούσε την κατοικία των PO και RT και των τριών παιδιών τους και
    ότι η έξωση θα ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη. Το Najvyšší súd Slovenskej republiky
    (Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) με απόφαση της 8ης Απριλίου 2021
    αναίρεσε και τις δύο αποφάσεις και έκρινε ότι τα δικαστήρια της ουσίας θα πρέπει να
    λάβουν υπόψη τους το δικαίωμα κυριότητας της εταιρίας GR REAL.
  13. Με τη δεύτερη απόφασή του, το Okresný súd Prešov (πρωτοδικείο Prešov),
    υποχρέωσε τους PO και RT να εκκενώσουν το ακίνητο. Επιπλέον, απέρριψε την ανταγωγή
    τους με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητάς τους επί της οικίας.
    Κρίθηκε ότι το ακίνητο πωλήθηκε μέσω εκούσιου πλειστηριασμού, ο πλειστηριασμός αυτός
    δεν κηρύχθηκε άκυρος και το επιληφθέν δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να αποφανθεί επί της
    εγκυρότητας του πλειστηριασμού.
  14. Η GR REAL άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά του μέρους της
    πρωτόδικης αποφάσεως με το οποίο δεν της επιδικάστηκε αποζημίωση για τα δικαστικά
    έξοδα. Οι PO και RT άσκησαν επίσης έφεση κατά της αποφάσεως αυτής κατά το μέρος που
    υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν το ακίνητο και απορρίφθηκε η ανταγωγή τους.
  15. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το κεντρικό ζήτημα που τίθεται στην κύρια δίκη είναι
    κατά πόσον οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες διέπουν την προστασία των
    καταναλωτών εφαρμόζονται σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός διεξήχθη παρά το
    γεγονός ότι οι καταναλωτές είχαν κινήσει ένδικη διαδικασία και επισήμαναν την εκκρεμή
    δίκη στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
  16. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει τη σημασία που έχει στη σλοβακική έννομη τάξη
    η αρχή της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της καλής πίστης του υπερθεματιστή
    που αποκτά το ακίνητο. Ωστόσο, η καλή πίστη δεν προστατεύεται όταν οι περιστάσεις που
    σχετίζονται με την απόκτηση του ακινήτου είναι «προβληματικές». Το αιτούν δικαστήριο
    θεωρεί «προβληματικό» το γεγονός ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το πρόσωπο που
    απέκτησε το ακίνητο ενημερώθηκε για την ύπαρξη εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας.
  17. Όσον αφορά τη δυνατότητα του καταναλωτή να ζητήσει εκ των υστέρων δικαστική
    προστασία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου
    περί εκούσιων πλειστηριασμών προβλέπει μόνον τρεις λόγους ακύρωσης του
    πλειστηριασμού, κανένας εκ των οποίων δεν παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να
    επικαλεστεί την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών. Ειδικότερα, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο

καταχρηστικός χαρακτήρας της επίμαχης ρήτρας σχετικά με την πρόωρη εξόφληση της
απαίτησης δεν εμπίπτει στον δεύτερο από τους λόγους αυτούς, ήτοι την ακυρότητα της
σύμβασης σύστασης της ασφάλειας. Και τούτο διότι η ρήτρα πρόωρης λύσης αφορά το
ποσό της πίστωσης και την προθεσμία εξόφλησής της, και όχι την εξασφάλιση της πίστωσης
και την εκτέλεσή της.

  1. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 6,
    παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν εφαρμογή σε
    διαδικασία όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία ο καταναλωτής χρησιμοποίησε τα
    νόμιμα μέσα για να αναστείλει την αναγκαστική εκτέλεση, πλην όμως η εκτέλεση
    πραγματοποιήθηκε. Διερωτάται επίσης εάν η σλοβακική νομοθεσία περί εξωδικαστικών
    πλειστηριασμών αντιβαίνει στην οδηγία 93/13, καθόσον δεν προβλέπει αποτελεσματικά
    μέσα ώστε ο καταναλωτής να αναστείλει την αναγκαστική εκτέλεση.
  2. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η οδηγία 2005/29/ΕΚ (8) ασκεί
    επιρροή στην υπόθεση της κύριας δίκης όσον αφορά την πρακτική του υπαλλήλου του
    πλειστηριασμού.
  3. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Krajský súd v Prešove (περιφερειακό δικαστήριο Prešov)
    αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα
    ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχουν εφαρμογή το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της
[οδηγίας 93/13] σε διαδικασία όπως αυτή της κύριας δίκης, την οποία κίνησε πρόσωπο που
αναδείχθηκε υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό ακινήτου, και στο πλαίσιο της οποίας
ασκήθηκε παράλληλα ανταγωγή από καταναλωτή με αίτημα την επαναφορά στην προ της
κατακύρωσης του πλειστηριασμού κατάσταση, σε περίπτωση που, πριν από τον
εξωδικαστικό πλειστηριασμό, ο καταναλωτής άσκησε μέσα ένδικης προστασίας με σκοπό
την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης διά της υποβολής αίτησης προσωρινών μέτρων
ενώπιον δικαστηρίου και γνωστοποίησε στους μετέχοντες στον πλειστηριασμό την ύπαρξη
εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας περί αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης μέσω
εκούσιου πλειστηριασμού, πλην όμως, παρά την ύπαρξη ένδικης διαδικασίας, ο
πλειστηριασμός διεξήχθη;

2) Έχει η [οδηγία 93/13] την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η
επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί
ακινήτου καταναλωτή, κινηθείσας από επαγγελματία που διεξάγει ιδιωτικούς
πλειστηριασμούς (στο εξής: υπάλληλος του πλειστηριασμού), με σκοπό την είσπραξη των
απαιτήσεων τράπεζας εκ συμβάσεως καταναλωτικής πίστης

α) δεν παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να προβάλει αποτελεσματικά ενώπιον
του υπαλλήλου του πλειστηριασμού αντιρρήσεις για την αναστολή του πλειστηριασμού
λόγω καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στις οποίες στηρίζεται η
απαίτηση της τράπεζας, μολονότι η απαίτηση θεμελιώνεται σε καταχρηστικές συμβατικές
ρήτρες και ιδίως στη ρήτρα περί καταγγελίας και πρόωρης εξόφλησης του συνόλου του
οφειλόμενου ποσού,

β) δεν παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα ματαίωσης του πλειστηριασμού επί
ακινήτου στο οποίο κατοικεί, μολονότι ο καταναλωτής ενημέρωσε τον υπάλληλο του
πλειστηριασμού και τους παριστάμενους στον πλειστηριασμό ότι εκκρεμούσε διαδικασία
προσωρινών μέτρων, προκειμένου να ανασταλεί ο πλειστηριασμός, πλην όμως το
δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί οριστικώς επί της αίτησης και, συγχρόνως, τα
προσωρινά μέτρα αποτελούσαν τη μόνη δυνατότητα του καταναλωτή να τύχει προσωρινής
δικαστικής προστασίας έναντι της διεξαγωγής του πλειστηριασμού του ακινήτου λόγω της
εφαρμογής καταχρηστικών ρητρών σύμβασης,

γ) δεν παρέχει στον καταναλωτή, υπό τις περιστάσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω, τη
δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του που απορρέουν από τη μεταφορά της
οδηγίας [93/13] στην εθνική έννομη τάξη και να επιτύχει τους σκοπούς της οδηγίας αυτής,
δεδομένου ότι η επίμαχη ρύθμιση περιορίζει τη δυνατότητα επίκλησης ακυρότητας του
πλειστηριασμού σε τρεις μόνον λόγους:

i) λόγω ακυρότητας της σύμβασης περί συστάσεως εμπράγματης ασφάλειας,

ii) λόγω παράβασης του [νόμου περί εκουσίων πλειστηριασμών],

iii) λόγω αξιόποινης πράξης;

3) Έχει η οδηγία [2005/29] την έννοια ότι η αναγκαστική εκτέλεση που βασίζεται σε
καταχρηστική συμβατική ρήτρα σχετική με απαίτηση πρόωρης εξοφλήσεως του συνολικού
ποσού που οφείλεται βάσει καταναλωτικού δανείου και συνεπαγόμενη, ως εκ τούτου,
σφάλμα ως προς το ποσό της ληξιπρόθεσμης απαιτήσεως ενδέχεται να αποτελεί αθέμιτη
εμπορική πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας, και ειδικότερα
επιθετική εμπορική πρακτική κατά την έννοια των άρθρων 8 και 9 της εν λόγω οδηγίας,
καθώς και ότι στοιχειοθετείται ευθύνη όχι μόνον της τράπεζας, αλλά και της εταιρίας που
διενεργεί τον πλειστηριασμό προς εκτέλεση των απαιτήσεων της τράπεζας οι οποίες
στηρίζονται σε εμπράγματα ασφάλεια, οι δε σκοποί της οδηγίας [2005/29] έχουν εφαρμογή
στην περίπτωση αμφοτέρων;»

  1. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η GR REAL, η Σλοβακική Κυβέρνηση και η
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Δικαστήριο απηύθυνε στο αιτούν δικαστήριο αίτημα παροχής
    πληροφοριών, καθώς και αίτημα παροχής διευκρινίσεων. Το αιτούν δικαστήριο απάντησε
    στα εν λόγω αιτήματα στις 20 Ιουλίου 2023 και στις 13 Μαΐου 2024, αντίστοιχα. Έθεσα
    ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση στους διαδίκους της κύριας δίκης καθώς και στους κατά
    το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένους,
    σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Οι διάδικοι της
    κύριας δίκης, η Σλοβακική Κυβέρνηση και η Επιτροπή απάντησαν στις ερωτήσεις μου. Το
    αιτούν δικαστήριο έλαβε επίσης θέση επί των ζητημάτων αυτών.

IV. Ανάλυση

Α. Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

  1. Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο
    της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την
    οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό
    δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς
    της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το ως άνω πρίσμα, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει,
    εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (9).
  2. Στην υπό κρίση υπόθεση, μολονότι, από τυπικής απόψεως, το αιτούν δικαστήριο
    περιόρισε το δεύτερο ερώτημά του στην ερμηνεία της οδηγίας 93/13, το γεγονός αυτό δεν
    εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να
    είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υπόθεσης της κύριας δίκης, συνάγοντας από το σύνολο
    των στοιχείων που του παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της
    αποφάσεως περί παραπομπής, τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας,
    λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (10).
  3. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί την
    ερμηνεία, ειδικότερα, του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της
    οδηγίας 93/13. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ουσιαστικά αφορά επίσης τα άρθρα 7
    και 47 του Χάρτη, τα οποία συγκαταλέγει μεταξύ των κρίσιμων στοιχείων του δικαίου της
    Ένωσης.. Πράγματι, το ερώτημα αυτό εγείρει αμφιβολίες ως προς τις δικονομικές εγγυήσεις
    που παρέχει στους καταναλωτές το εθνικό δικονομικό δίκαιο περί εξωδικαστικής
    αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν η εκτέλεση αυτή αφορά την κατοικία καταναλωτή. Οι
    διατάξεις αυτές, επομένως, πρέπει να συμπεριληφθούν στις ρυθμίσεις της Ένωσης των
    οποίων την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο.
  4. Επιπλέον, μολονότι με τη διατύπωση του ερωτήματός του το αιτούν δικαστήριο
    αναφέρεται στην έλλειψη δυνατότητας του καταναλωτή να προβάλει αντιρρήσεις ενώπιον
    του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι οι
    αμφιβολίες του αφορούν, γενικότερα, την έλλειψη διαδικαστικών εγγυήσεων που να
    συνεπάγονται την έκδοση δικαστικής αποφάσεως περί αναστολής της διαδικασίας
    εκτέλεσης ενυπόθηκης απαίτησης.
  5. Ως εκ τούτου, με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο ενδείκνυται να εξεταστεί πρώτο,
    το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 6, παράγραφος 1,
    και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των
    άρθρων 7 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως η
    επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, στο πλαίσιο εξωδικαστικής εκτέλεσης ενυπόθηκης
    απαίτησης επί ακινήτου που αποτελεί την οικογενειακή κατοικία του καταναλωτή, αφενός,
    επιτρέπει τη διενέργεια πλειστηριασμού του ακινήτου αυτού πριν από την έκδοση
    αποφάσεως του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ουσίας της
    υπόθεσης και να κηρύξει καταχρηστική τη ρήτρα στην οποία βασίστηκε η εκτέλεση,
    μολονότι ο καταναλωτής επιδίωξε την αναστολή του πλειστηριασμού, αφετέρου, δεν
    παρέχει οποιαδήποτε δυνατότητα ακύρωσης του πλειστηριασμού λόγω της ύπαρξης
    καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση της οποίας ζητείται η εκτέλεση.
  6. Επισημαίνεται ότι το εν λόγω ερώτημα τίθεται στο πλαίσιο συγκεκριμένης
    διαδικασίας εξωδικαστικής εκτέλεσης, η οποία διέπεται από τον νόμο περί εκουσίων
    πλειστηριασμών (11). Η διαδικασία αυτή επιτρέπει σε πιστωτή να εκτελέσει εμπράγματη
    ασφάλεια και να πωλήσει μέσω πλειστηριασμού το ακίνητο οφειλέτη (που μπορεί να είναι
    και καταναλωτής) βάσει της σύμβασης πίστωσης, χωρίς προηγούμενη παρέμβαση των
    δικαστηρίων ως προς τον έλεγχο της απαίτησης (12).
  7. Επιπλέον, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, η διαδικασία αυτή μπορεί
    να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση απαίτησης από υποθήκη επί οικιστικού ακινήτου, η
    οποία εξασφαλίζεται από ακίνητο το οποίο εξυπηρετεί βασικές ανάγκες του καταναλωτή,
    όπως είναι για παράδειγμα η κατοικία (13).
  8. Υπενθυμίζεται ότι με την απόφαση Kušionová (14) το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία
    93/13 δεν αντιτίθεται στο σλοβακικό σύστημα εξωδικαστικής πώλησης μέσω
    πλειστηριασμού. Όπως επισήμανα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Všeobecná úverová
    banka (15), ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό τελούσε υπό την προϋπόθεση της
    διαθεσιμότητας αποτελεσματικών μέσων προς αμφισβήτηση της αναγκαστικής εκτέλεσης
    βασιζόμενης σε τυχόν καταχρηστικές ρήτρες.
  9. Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αναδεικνύει στοιχεία που
    δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα των διαθέσιμων

μέσων δικαστικού ελέγχου. Ειδικότερα, οι καταναλωτές αμφισβήτησαν ενεργά την
εκτέλεση, πλην όμως, παρά την ενεργό στάση τους, ο πλειστηριασμός πραγματοποιήθηκε.

  1. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να διευκρινιστεί εάν η οδηγία 93/13 αντιτίθεται σε
    σύστημα εξωδικαστικής εκτέλεσης το οποίο i) δεν προβλέπει αποτελεσματικά μέσα που να
    παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποτρέψει την πώληση μέσω
    πλειστηριασμού ενόσω εκκρεμεί η ανακοπή του κατά της εκτέλεσης και ii) δεν προβλέπει
    μέσα που να καθιστούν δυνατή την ακύρωση του πλειστηριασμού λόγω καταχρηστικών
    ρητρών.
  2. Το ζήτημα των αποτελεσματικών μέσων αναστολής της εξωδικαστικής εκτέλεσης
  3. Η πρώτη πτυχή του δεύτερου ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου αφορά, κατ’
    ουσίαν, την έλλειψη αποτελεσματικών μέσων που να παρέχουν στον καταναλωτή τη
    δυνατότητα να αποτρέψει τον πλειστηριασμό του ακινήτου ενόσω εκκρεμεί ενώπιον του
    αρμόδιου δικαστηρίου η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματός του κατά της αναγκαστικής
    εκτέλεσης λόγω της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση της οποίας ζητείται η
    εκτέλεση.

α) Η απαίτηση αποτελεσματικού ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών

  1. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η
    οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση
    έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και ως προς
    το επίπεδο της πληροφόρησης (16).
  2. Ακριβώς λόγω της ασθενέστερης θέσης στην οποία βρίσκονται οι καταναλωτές, το
    άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας προβλέπει ότι αυτοί δεν δεσμεύονται από τις
    καταχρηστικές ρήτρες. Πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου η οποία έχει ως σκοπό
    να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εισάγει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων
    και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να
    αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα (17).
  3. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ο εθνικός δικαστής
    οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας
    εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να
    επανορθώνει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία έλλειψη
    ισορροπίας, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και
    πραγματικά στοιχεία (18).
  4. Εξάλλου, δεδομένης της φύσης και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος
    το οποίο συνίσταται στην προστασία των καταναλωτών, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα
    κράτη μέλη, όπως προκύπτει από το άρθρο της 7, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε
    συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, την υποχρέωση να προβλέπουν
    κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα «προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των
    καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με
    καταναλωτές» (19).
  5. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να
    διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το
    δίκαιο της Ένωσης συνεπάγεται, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από την
    οδηγία 93/13, ύπαρξη απαίτησης περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία
    επιβεβαιώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και κατοχυρώνεται επίσης
    στο άρθρο 47 του Χάρτη, ισχύει δε, μεταξύ άλλων, ως προς τον καθορισμό των δικονομικών
    προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (20).
  6. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, όταν δεν ασκείται αποτελεσματικός
    έλεγχος του δυνητικά καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της οικείας συμβάσεως, δεν
    είναι δυνατόν να διασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 93/13
    (21).
  7. Σημειωτέον ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σεβασμός των
    δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην οδηγία πρέπει να διασφαλίζεται, εφόσον
    παρίσταται αναγκαίο, και στο πλαίσιο διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης (22) και, πιο
    συγκεκριμένα, στο πλαίσιο διαδικασιών εκτέλεσης ενυπόθηκης απαίτησης (23).

β) Η αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης
ενυπόθηκης απαίτησης

  1. Όσον αφορά τις διαδικασίες εκτέλεσης ενυπόθηκων απαιτήσεων, το Δικαστήριο έχει
    διαμορφώσει ολοκληρωμένες απαιτήσεις αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έναντι
    των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται στη σύμβαση της οποίας ζητείται η εκτέλεση.
  2. Ειδικότερα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια
    οφείλουν να εκτιμούν τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών πριν
    από τη διενέργεια πλειστηριασμού που οδηγεί στην έξωση του καταναλωτή από την
    κατοικία του. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επ’ αυτού ότι, σε περίπτωση που η διαδικασία
    αναγκαστικής εκτέλεσης ολοκληρωθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστή

της ουσίας με την οποία κρίνεται καταχρηστική η συμβατική ρήτρα στην οποία στηρίζεται η
εν λόγω αναγκαστική εκτέλεση και, κατά συνέπεια, κηρύσσεται άκυρη η διαδικασία αυτή, η
απόφαση αυτή εξασφαλίζει στον καταναλωτή μόνον εκ των υστέρων προστασία
συνιστάμενη στην καταβολή αποζημιώσεως, η οποία είναι ελλιπής και ανεπαρκής και δεν
αποτελεί ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο για την παύση της χρησιμοποιήσεως
της ίδιας αυτής ρήτρας, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της
οδηγίας 93/13 (24).

  1. Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι εθνικοί δικονομικοί
    κανόνες πρέπει να παρέχουν στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα λήψης προσωρινών
    μέτρων δυνάμενων να αναστείλουν παράνομη διαδικασία εκτέλεσης ενυπόθηκης
    απαίτησης ή να τη διακόψουν, όταν η λήψη τέτοιων μέτρων αποβαίνει αναγκαία για τη
    διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της αποφάσεώς του (25).
  2. Συνακόλουθα, η πλήρης αποτελεσματικότητα της προστασίας του καταναλωτή την
    οποία επιδιώκει η οδηγία 93/13 επιβάλλει, περαιτέρω, την αναστολή της διαδικασίας
    εκτέλεσης, κατά περίπτωση βάσει κανόνων οι οποίοι να μην αποθαρρύνουν τον
    καταναλωτή από το να ασκήσει μέσο ένδικης προστασίας και να εμμείνει στην εκδίκασή
    του, έως ότου το αρμόδιο δικαστήριο εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα
    των ρητρών της οικείας συμβάσεως (26).
  3. Η νομολογία αυτή εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που, όπως
    συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν προηγείται δικαστικός έλεγχος της
    διαδικασίας εξωδικαστικής εκτέλεσης και της σύμβασης της οποίας ζητείται η εκτέλεση,
    παρότι η διαδικασία εκτέλεσης αφορά την κατοικία του καταναλωτή και της οικογένειάς
    του, που περιλαμβάνει ανήλικα τέκνα.

γ) Η αποτελεσματική προστασία της οικογενειακής κατοικίας του καταναλωτή

  1. Η νομολογία του Δικαστηρίου αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι το
    ενυπόθηκο ακίνητο αποτελεί την κατοικία του καταναλωτή, καθώς το Δικαστήριο κρίνει ότι
    το δικαίωμα στον σεβασμό της κατοικίας είναι κατοχυρωμένο στο άρθρο 7 του Χάρτη
    θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το εθνικό δικαστήριο
    κατά την εφαρμογή της οδηγίας 93/13 (27). Όπως επισημαίνεται στη θεωρία, η ερμηνεία
    της οδηγίας 93/13 από το Δικαστήριο «κινείται προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης του
    δικαιώματος στην κατοικία ως αναπόσπαστου στοιχείου της προστασίας των
    καταναλωτών» (28).
  2. Λαμβανομένης υπόψη της επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα του καταναλωτή, η
    διαδικασία εκτέλεσης ενυπόθηκης απαίτησης που αφορά την κατοικία του καταναλωτή
    πρέπει να διασφαλίζει «τον υψηλότερο βαθμό δικονομικής αυστηρότητας» (29).
  3. Οι «δικονομικές συνέπειες» (30) του άρθρου 7 του Χάρτη αντικατοπτρίζονται επίσης
    και στην ένταση του δικαστικού ελέγχου των ρητρών που καθορίζουν τη δυνατότητα
    κίνησης της διαδικασίας εκτέλεσης, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη ρήτρα, η οποία
    παρέχει στον δανειστή τη δυνατότητα να καταγγείλει πρόωρα το δάνειο και να κατάσχει
    την κατοικία του καταναλωτή.
  4. Ειδικότερα, στην απόφαση Všeobecná úverová banka (31)το Δικαστήριο έκρινε ότι,
    λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων που μπορεί να έχει μια ρήτρα περί πρόωρης
    λύσεως (32) σύμβασης καταναλωτικής πίστης εξασφαλισμένης με εμπράγματη ασφάλεια
    επί της οικογενειακής κατοικίας, ο εθνικός δικαστής οφείλει, μεταξύ άλλων, να εξετάσει τον
    αναλογικό χαρακτήρα της ευχέρειας που παρέχεται στον πιστωτή να απαιτήσει, δυνάμει
    της ρήτρας αυτής, το σύνολο των οφειλόμενων ποσών κατά την εκτίμηση του ενδεχομένως
    καταχρηστικού χαρακτήρα της.
  5. Συναφώς, στο πλαίσιο της εκτίμησης των μέσων που παρέχουν στον καταναλωτή τη
    δυνατότητα να άρει τις συνέπειες της απαίτησης καταβολής του συνόλου των ποσών που
    οφείλονται βάσει της δανειακής σύμβασης, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη
    τις επιπτώσεις της έξωσης του καταναλωτή και της οικογενείας του από τη στέγη η οποία
    αποτελεί την κύρια κατοικία τους, υπό το πρίσμα του άρθρου 7 του Χάρτη (33).
  6. Επισημαίνεται ότι το άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο αναγνωρίζει σε κάθε πρόσωπο το
    δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και
    των επικοινωνιών του, αντιστοιχεί στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης
    των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ενώ το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει
    το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, αντιστοιχεί στο άρθρο
    6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (34).
  7. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, το οποίο αποσκοπεί στη
    διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε
    αυτόν και των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ χωρίς να θίγεται η
    αυτονομία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη, όταν
    ερμηνεύει τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 47 του Χάρτη, τα
    αντίστοιχα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, και στο άρθρο 6,
    παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των
    Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ως όριο ελάχιστης προστασίας (35).
  8. Όσον αφορά τις διαδικασίες κατάσχεσης, κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, η
    απώλεια της κατοικίας αποτελεί την πιο σοβαρή προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της
    κατοικίας (36).
  9. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Rousk κατά Σουηδίας (37), η
    εκτέλεση έλαβε χώρα πριν από την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της έφεσης. Από
    την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων που οδηγεί σε τόσο
    σημαντική προσβολή όσο η απώλεια της κατοικίας πρέπει να είναι δίκαιη (38). Το ΕΔΔΑ
    έκρινε ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ένδικα βοηθήματα και οι δικονομικές
    εγγυήσεις που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο είναι «πράγματι διαθέσιμα και επαρκή, όχι
    μόνον θεωρητικώς, αλλά και στην πράξη, […] η έξωση θα έπρεπε να είχε αναβληθεί έως
    ότου επιλυθούν τα υποκείμενα επίδικα ζητήματα» (39).
  10. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου και του ΕΔΔΑ, ο
    καταναλωτής πρέπει να έχει αποτελεσματική και ουσιαστική δυνατότητα δικαστικού
    ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται στη σύμβαση της οποίας ζητείται η
    εκτέλεση πριν από την πώληση της κατοικίας του μέσω πλειστηριασμού. Ο πλειστηριασμός
    δεν επιτρέπεται να ολοκληρωθεί μέχρι το αρμόδιο δικαστήριο να προβεί στον σχετικό
    έλεγχο και να αποφανθεί επί του ζητήματος εάν οι ρήτρες της σύμβασης είναι
    καταχρηστικές. Συνεπώς, τα μέσα δικαστικού ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών δεν
    μπορούν να θεωρηθούν αποτελεσματικά εάν ο πλειστηριασμός μπορεί να
    πραγματοποιηθεί παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί ένδικη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ο
    καταναλωτής προσβάλλει την αναγκαστική εκτέλεση και επιδιώκει να επιτύχει την
    αναστολή ή την παύση της.

δ) Η εφαρμογή των ανωτέρω στην υπόθεση της κύριας δίκης

  1. Εν προκειμένω, οι καταναλωτές άσκησαν έφεση κατά της διατάξεως του
    πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για τη λήψη
    προσωρινών μέτρων χωρίς να εξεταστεί ο ισχυρισμός τους ότι η τράπεζα δεν είχε δικαίωμα
    να ζητήσει πρόωρα την ολοσχερή εξόφληση του δανείου (40). Ενώ εκκρεμούσε η έφεση,
    έλαβε χώρα ο πλειστηριασμός, μολονότι οι καταναλωτές είχαν ενημερώσει τον υπάλληλο
    του πλειστηριασμού για την εκκρεμή δίκη.
  2. Μολονότι η εθνική νομοθεσία προβλέπει ορισμένα μέσα έννομης προστασίας με
    σκοπό να καταστεί δυνατή η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης (41), από τις
    περιστάσεις της κύριας δίκης προκύπτει ότι στην πράξη τα διαθέσιμα μέσα δεν είναι
    επαρκώς συντονισμένα ώστε να διασφαλίζεται ότι ο πλειστηριασμός δεν θα υπερισχύσει
    της ένδικης διαδικασίας. Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι οι καταναλωτές ουδόλως
    δύνανται να επηρεάσουν τον χρόνο που θα χρειαστεί το δικαστήριο για την έκδοση της
    οριστικής του αποφάσεως ή της αποφάσεως λήψης προσωρινών μέτρων. Έτσι, ακόμη και

ένας καταναλωτής που προασπίζεται ενεργά τα δικαιώματά του ενδέχεται να μην είναι σε
θέση να επιτύχει την αναστολή της εκτέλεσης.

  1. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα υφιστάμενα μέσα έννομης προστασίας τα οποία τίθενται
    στη διάθεση των καταναλωτών στο πλαίσιο της εξωδικαστικής διαδικασίας εκτέλεσης δεν
    φαίνεται να παρέχουν σε αυτούς αποτελεσματική και ουσιαστική δυνατότητα δικαστικού
    ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών και αποτροπής του πλειστηριασμού πριν από τη
    διενέργειά του.
  2. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1,
    και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των
    άρθρων 7 και 47 του Χάρτη, αντιτίθενται στην επίμαχη εν προκειμένω εθνική νομοθετική
    ρύθμιση σχετικά με την εξωδικαστική εκτέλεση, στον βαθμό που δεν φαίνεται να παρέχει
    στους καταναλωτές αποτελεσματικές δικονομικές εγγυήσεις έναντι της αναγκαστικής
    εκτέλεσης και της πώλησης της κατοικίας τους μέσω πλειστηριασμού.
  3. Η ακύρωση του πλειστηριασμού λόγω ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών
  4. Η δεύτερη πτυχή του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος του αιτούντος
    δικαστηρίου αφορά την έλλειψη δυνατότητας των καταναλωτών να άρουν εκ των υστέρων
    τις συνέπειες της εκούσιας πώλησης μέσω πλειστηριασμού. Το αιτούν δικαστήριο
    διευκρίνισε ότι κανένας από τους τρεις λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 21,
    παράγραφος 2, του νόμου περί εκούσιων πλειστηριασμών δεν παρέχει στους καταναλωτές
    τη δυνατότητα να επικαλεστούν την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση βάσει της
    οποίας ζητήθηκε η εκτέλεση.
  5. Η Σλοβακική Κυβέρνηση, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, υποστηρίζει ότι η
    ερμηνεία της επίμαχης εθνικής ρύθμισης από το αιτούν δικαστήριο δεν είναι ορθή.
    Παραπέμπει στην πρόσφατη νομολογία του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου
    Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας) (42), το οποίο υιοθετεί ευρεία ερμηνεία της
    σχετικής νομοθετικής διατάξεως, βάσει της οποίας η ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στη
    σύμβαση πίστωσης συνιστά λόγο κήρυξης ακυρότητας του πλειστηριασμού. Κατά τη
    νομολογία αυτήν, όπως παρατίθεται από τη Σλοβακική Κυβέρνηση, πρέπει να παρέχεται
    αυτή η δυνατότητα, δεδομένου ότι του πλειστηριασμού δεν προηγείται οποιοσδήποτε
    προκαταρκτικός έλεγχος ή εξέταση της οφειλής και επαλήθευση της τήρησης των όρων του
    πλειστηριασμού. Επιπλέον, από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι ο οφειλέτης πρέπει να
    μπορεί να επικαλεστεί την παράβαση κάθε δικονομικής ή ουσιαστικής προϋπόθεσης που
    επηρεάζει την εκτέλεση της εμπράγματης ασφάλειας και της πώλησης μέσω
    πλειστηριασμού, καθώς και να έχει τη δυνατότητα να προσβάλει το κύρος της σύμβασης
    πίστωσης ή της εμπράγματης ασφάλειας, όπως και το ύψος και τον χαρακτήρα της
    απαίτησης.
  6. Η νομολογία του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της
    Σλοβακικής Δημοκρατίας) ενισχύει το συμπέρασμα ότι ο καταναλωτής πρέπει να είναι σε
    θέση να επιτύχει την ακύρωση του πλειστηριασμού λόγω της ύπαρξης καταχρηστικών
    ρητρών στη σύμβαση πίστωσης που αποτελεί τη βάση της αναγκαστικής εκτέλεσης όταν η
    εκτέλεση αυτή κινήθηκε χωρίς να προηγηθεί δικαστικός έλεγχος της απαίτησης.
  7. Το Δικαστήριο απηύθυνε στο αιτούν δικαστήριο αίτημα παροχής διευκρινίσεων ως
    προς το εάν, κατόπιν των οικείων παρατηρήσεων της Σλοβακικής Κυβέρνησης, εξακολουθεί
    να είναι αναγκαία η απάντηση στο σκέλος του ερωτήματός του που αφορούσε τους λόγους
    για τους οποίους μπορεί να κηρυχθεί η ακυρότητα πλειστηριασμού.
  8. Το αιτούν δικαστήριο, με την απάντησή του στο αίτημα παροχής διευκρινίσεων,
    ενέμεινε στο ερώτημά του. Επισήμανε ότι, κατά τον χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού
    το 2017, δεν υπήρχε νομολογία που να αναγνωρίζει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες συνιστούν
    ενδεχόμενο λόγο ακύρωσης του πλειστηριασμού. Παρατήρησε επίσης ότι οι πρόσφατες
    αποφάσεις του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σλοβακικής
    Δημοκρατίας) δεν αποτυπώνουν πάγια νομολογία επί του ζητήματος.
  9. Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, πρώτον, σύμφωνα με πάγια νομολογία, στο
    πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των
    αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, η διαπίστωση και η
    εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτουν στην
    αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή, όπως και η ερμηνεία και εφαρμογή του
    εθνικού δικαίου (43).
  10. Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης
    ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι εγγενής στο σύστημα των Συνθηκών, δεδομένου ότι
    παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο των
    αρμοδιοτήτων τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης οσάκις
    αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί (44).
  11. Δυνάμει της αρχής αυτής, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν,
    λαμβάνοντας υπόψη όλους τους κανόνες του εθνικού δικαίου και κατ’ εφαρμογή των
    μεθόδων ερμηνείας που το δίκαιο αυτό αναγνωρίζει, να κρίνουν αν και σε ποιον βαθμό μια
    διάταξη του εθνικού δικαίου μπορεί να ερμηνευθεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του
    δικαίου της Ένωσης (45).
  12. Η εν λόγω αρχή έχει κάποια όρια. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση του εθνικού
    δικαστηρίου να ανατρέχει στο περιεχόμενο του δικαίου της Ένωσης όταν ερμηνεύει και
    εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εθνικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές
    του δικαίου και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού
    δικαίου (46).
  13. Λαμβανομένου υπόψη ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου εμπίπτει στην
    αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τη νομολογία που
    υπομνήσθηκε στο σημείο 73 των παρουσών προτάσεων, εναπόκειται στο αιτούν
    δικαστήριο να εκτιμήσει εάν το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου περί εκούσιων
    πλειστηριασμών μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών
    στη σύμβαση συνιστά λόγο κήρυξης ακυρότητας του πλειστηριασμού.
  14. Η νομολογία του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της
    Σλοβακικής Δημοκρατίας) υποδηλώνει, κατά τα φαινόμενα, ότι είναι δυνατή μια ερμηνεία
    σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης. Το γεγονός ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο,
    πρόκειται για νομολογία που δεν έχει ακόμη παγιωθεί δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο
    να υιοθετήσει ερμηνεία σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, κατά πάγια
    νομολογία του Δικαστηρίου, δεν θα ήταν ορθή η κρίση εθνικού δικαστηρίου ότι αδυνατεί
    να ερμηνεύσει διάταξη του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο
    και μόνον ότι η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί παγίως κατά τρόπο που δεν συνάδει προς το
    δίκαιο της Ένωσης (47).
  15. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι ερμηνεία κατά την οποία το εθνικό δίκαιο
    παρέχει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να ζητήσουν την ακύρωση πλειστηριασμού
    λόγω καταχρηστικών ρητρών τελεί υπό την επιφύλαξη του ζητήματος εάν, κατά τον χρόνο
    διεξαγωγής του πλειστηριασμού, οι PO και RT θα μπορούσαν να κάνουν χρήση της
    δυνατότητας αυτής. Όπως προαναφέρθηκε, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι οι
    νομολογιακές εξελίξεις κατόπιν των οποίων η ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών
    αναγνωρίζεται ως λόγος κήρυξης ακυρότητας του πλειστηριασμού είναι πρόσφατες. Το
    αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι, κατά τον χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού,
    δεν είχε εκδοθεί απόφαση με την οποία να έχει κηρυχθεί πλειστηριασμός άκυρος για
    τέτοιους λόγους.
  16. Λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο ως
    προς την ερμηνεία του άρθρου 21, παράγραφος 2, του νόμου περί εκούσιων
    πλειστηριασμών, δεν μπορεί να αναμένεται από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος ορίζεται
    ως αυτός ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και
    ενημερωμένος (48), να γνωρίζει ότι η διάταξη αυτή παρέχει τη δυνατότητα να ζητήσει την
    ακύρωση πλειστηριασμού λόγω καταχρηστικών ρητρών. Όπως το έθεσε εύγλωττα ένας
    σχολιαστής, «ο μέσος καταναλωτής δεν είναι δικηγόρος» (49). Ο μέσος καταναλωτής δεν
    μπορεί επίσης να αναμένεται να είναι ακτιβιστής που θα επιδιώξει να ανοίξει νέους
    δρόμους στη νομολογία.
  17. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το άρθρο 6, παράγραφος 1,
    και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των
    άρθρων 7 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία και
    πρακτική όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, βάσει των οποίων, στο πλαίσιο εξωδικαστικής
    εκτέλεσης ενυπόθηκης απαίτησης επί ακινήτου, αφενός, επιτρέπεται η διενέργεια
    πλειστηριασμού του ακινήτου αυτού πριν από την έκδοση αποφάσεως του δικαστηρίου
    που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης και να κηρύξει καταχρηστική
    τη ρήτρα στην οποία βασίστηκε η εκτέλεση, μολονότι ο καταναλωτής επιδίωξε την
    αναστολή του πλειστηριασμού, και, αφετέρου, δεν παρέχεται οποιαδήποτε δυνατότητα
    ακύρωσης του πλειστηριασμού κατ’ επίκληση του λόγου της ύπαρξης καταχρηστικών
    ρητρών στη σύμβαση της οποίας ζητείται η εκτέλεση.

Β. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

  1. Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί
    εάν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν
    εφαρμογή σε διαδικασία κατά την οποία ο υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό ακινήτου, ο
    οποίος αναδείχθηκε μέσω εξωδικαστικής διαδικασίας εκτέλεσης, επιδιώκει να επιβάλει το
    δικαίωμα κυριότητάς του, σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός πραγματοποιήθηκε
    μολονότι εκκρεμούσε ένδικη διαδικασία κινηθείσα από τον καταναλωτή για την αποτροπή
    του πλειστηριασμού και μολονότι ο υπερθεματιστής είχε ενημερωθεί για την ένδικη αυτή
    διαδικασία.
  2. Προκαταρκτικώς, θα εξετάσω την ένσταση που προέβαλε η GR REAL όσον αφορά το
    παραδεκτό του ερωτήματος. Η GR REAL υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ερώτημα αυτό δεν
    την αφορά, δεδομένου ότι είναι υπερθεματιστής και όχι επαγγελματίας κατά την έννοια
    του άρθρου 2, σημείο γʹ, της οδηγίας 93/13. Δηλώνει ότι ουδόλως εμπλέκεται στο ζήτημα
    του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών που περιλαμβάνονται
    στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου.
  3. Συναφώς, υπενθυμίζεται (50) ότι η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε στο πλαίσιο
    εξωστικής αγωγής ασκηθείσας από τον υπερθεματιστή, καθώς και ανταγωγής ασκηθείσας
    από τους καταναλωτές με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητάς
    τους έναντι του υπερθεματιστή. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η GR REAL, η οποία
    καταχωρίστηκε στο κτηματολόγιο ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου, νομιμοποιείται ως διάδικος
    στο πλαίσιο της δίκης αυτής. Όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, οι καταναλωτές
    υποστηρίζουν ότι έχουν δικαίωμα κυριότητας επί της οικίας, διότι η τράπεζα δεν είχε
    δικαίωμα να κινήσει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία οδήγησε στην πώληση
    μέσω πλειστηριασμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε η Επιτροπή, το ζήτημα δεν
    αφορά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται στη
    σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, αλλά τη δικονομική προστασία που παρέχεται στους

καταναλωτές στο πλαίσιο της εξωδικαστικής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς
και τις συνέπειες των ενδεχόμενων ελαττωμάτων της διαδικασίας αυτής στην πώληση μέσω
πλειστηριασμού.

  1. Επί της ουσίας, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά τα όρια της
    εφαρμογής της οδηγίας 93/13 στο πλαίσιο διαδικασίας έξωσης (51). Ειδικότερα, το κύριο
    ζήτημα είναι εάν η μεταβίβαση του ακινήτου στον υπερθεματιστή εμποδίζει τον
    καταναλωτή να επικαλεστεί την οδηγία 93/13 προκειμένου να προσβάλει την έξωση, σε
    περίπτωση κατά την οποία η πώληση της κατοικίας μέσω πλειστηριασμού
    πραγματοποιήθηκε πριν από την ολοκλήρωση της ένδικης διαδικασίας που αφορά τον
    έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών.
  2. Όπως θα εξηγήσω αμέσως κατωτέρω, προκειμένου να διαφυλάσσεται η ασφάλεια
    δικαίου όσον αφορά τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου προς τρίτο, δεν απαιτείται,
    κατ’ αρχήν, προς διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας 93/13 να
    εξετάζεται η καταχρηστικότητα συμβατικών ρητρών στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει
    περατωθεί η διαδικασία εκτέλεσης ενυπόθηκης απαίτησης και η κυριότητα επί του
    επίμαχου ακινήτου μεταβιβάστηκε σε τρίτο πρόσωπο.
  3. Εντούτοις, οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης ενδέχεται, κατά τη γνώμη μου, να
    δικαιολογούν διαφορετική στάθμιση των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων.
  4. Οι περιορισμοί στην εφαρμογή της οδηγίας 93/13 μετά τη μεταβίβαση της κυριότητας
  5. Η απόφαση στην υπόθεση Banco Santander (52) έθεσε, για πρώτη φορά, όρια στην
    εφαρμογή της οδηγίας 93/13 μετά τη νόμιμη απόκτηση ακινήτου από υπερθεματιστή. Το
    Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφαση, απέκλεισε ουσιαστικά την εφαρμογή της
    οδηγίας 93/13 στο πλαίσιο δίκης που κινήθηκε από τον υπερθεματιστή για την προστασία
    των εμπραγμάτων δικαιωμάτων που νομίμως απέκτησε κατόπιν πλειστηριασμού ακινήτου
    επί του οποίου ο καταναλωτής παραχώρησε υποθήκη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η
    δυνατότητα του οφειλέτη, που παραχώρησε υποθήκη επί του ακινήτου, να αντιτάξει στον
    αποκτώντα υπερθεματιστή τις εξαιρέσεις που προβλέπει η σύμβαση ενυπόθηκου δανείου,
    ως προς την οποία, ωστόσο, ο εν λόγω υπερθεματιστής ενδέχεται να έχει την ιδιότητα
    τρίτου, θα μπορούσε να επηρεάσει την ασφάλεια δικαίου παγιωμένων σχέσεων
    ιδιοκτησίας (53).
  6. Εντούτοις, μία από τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η αναγνώριση ορίων στην
    εφαρμογή της οδηγίας 93/13 ήταν η διαθεσιμότητα μέσων έννομης προστασίας , μεταξύ
    των οποίων η δυνατότητα του καταναλωτή να προβάλει αντιρρήσεις επί της διαδικασίας ή
    να αιτηθεί την αναστολή της λόγω της ύπαρξης καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση

ενυπόθηκου δανείου, ζητώντας συγχρόνως και τη λήψη προσωρινών μέτρων (54). Στην
υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση Banco Santander, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το
γεγονός ότι ο καταναλωτής δεν έκανε χρήση των υφιστάμενων μέσων έννομης προστασίας
(55).

  1. Σε μεταγενέστερη νομολογία, στην απόφαση Ibercaja Banco (56), το τμήμα μείζονος
    συνθέσεως του Δικαστηρίου επιβεβαίωσε τη σημασία της αρχής της ασφάλειας δικαίου και
    της προστασίας των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του κυρίου του ακινήτου μετά τη
    διενέργεια πλειστηριασμού. Η υπόθεση αυτή ανέκυψε στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης
    ενυπόθηκης απαίτησης που επετράπη με δικαστική απόφαση. Εξετάστηκαν δυο κύρια
    ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα ήταν κατά πόσον ο δικαστής της εκτέλεσης είχε τη δυνατότητα
    να εξετάζει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών, παρά τους
    εθνικούς δικονομικούς κανόνες για την εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου σε σχέση με
    δικαστική απόφαση η οποία δεν διαλαμβάνει ρητώς την εξέταση του ζητήματος αυτού. Το
    δεύτερο ζήτημα ήταν από ποιο χρονικό σημείο αποκλείεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας
    εκτέλεσης για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης, η εξέταση της καταχρηστικότητας
    συμβατικών ρητρών.
  2. Επί του πρώτου ζητήματος, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αποτελεσματικός έλεγχος της
    ενδεχόμενης καταχρηστικότητας των συμβατικών ρητρών δεν μπορεί να διασφαλιστεί αν
    αποκτούν ισχύ δεδικασμένου και οι δικαστικές αποφάσεις από τις οποίες δεν προκύπτει η
    διενέργεια τέτοιου ελέγχου (57). Έτσι στον καταναλωτή πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα
    να επικαλεστεί την οδηγία 93/13 ακόμη και στα τελευταία στάδια της διαδικασίας
    εκτέλεσης ή σε μια επακόλουθη διαγνωστική δίκη (58).
  3. Επί του δεύτερου ζητήματος, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σε περίπτωση όπου η
    διαδικασία εκτέλεσης για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης έχει περατωθεί και τα
    δικαιώματα κυριότητας επί του ακινήτου έχουν μεταβιβαστεί σε τρίτο, ο δικαστής, είτε
    ενεργεί αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή, δεν μπορεί πλέον να
    προβεί σε εξέταση της ενδεχόμενης καταχρηστικότητας συμβατικών ρητρών η οποία θα
    συνεπαγόταν την ακύρωση των πράξεων μεταβίβασης της κυριότητας και να διακυβεύσει
    την ασφάλεια δικαίου ως προς την ήδη πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση της κυριότητας
    προς τρίτο (59).
  4. Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο καταναλωτής πρέπει
    να είναι σε θέση, συμφώνως προς το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος
    1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, να
    επικαλεστεί στο πλαίσιο μεταγενέστερης αυτοτελούς διαδικασίας την καταχρηστικότητα
    των ρητρών της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να
    ασκήσει αποτελεσματικά και πλήρως τα δικαιώματα τα οποία αντλεί από την ως άνω
    οδηγία, ούτως ώστε να επιτύχει την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που
    προκλήθηκε από την εφαρμογή των εν λόγω ρητρών (60).
  5. Οι περιστάσεις που μπορούν να δικαιολογήσουν απόκλιση από τους περιορισμούς
    στην εφαρμογή της οδηγίας 93/13 μετά τον πλειστηριασμό
  6. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η σλοβακική έννομη τάξη προστατεύει τους
    τρίτους που αποκτούν ακίνητο σε δημόσιο πλειστηριασμό και αναγνωρίζει την ανάγκη
    τήρησης της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Εντούτοις, εκτιμά ότι η υπόθεση της κύριας
    δίκης δικαιολογεί διαφορετική στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων και απόκλιση
    από τον κανόνα προστασίας του υπερθεματιστή. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απόκλιση
    δικαιολογείται κατ’ ουσίαν από το γεγονός ότι ο πλειστηριασμός ολοκληρώθηκε πριν το
    αρμόδιο δικαστήριο προβεί σε έλεγχο του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα των
    ρητρών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου και στη γνώση του
    υπερθεματιστή όσον αφορά την εκκρεμή δίκη (61).
  7. Πρέπει, επομένως, να κριθεί εάν τα στοιχεία αυτά μπορούν να δικαιολογήσουν την
    εφαρμογή της οδηγίας 93/13 μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού και τη μεταβίβαση
    του ακινήτου στον υπερθεματιστή.
  8. Όπως προκύπτει από την προηγηθείσα ανάλυση (62), η νομολογία του Δικαστηρίου,
    εμπνεόμενη από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ύπαρξη
    δικονομικών εγγυήσεων στο πλαίσιο διαδικασιών κατάσχεσης, λαμβανομένης υπόψη της
    σοβαρής προσβολής του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας.
  9. Συνεπώς, τα μέτρα εκτέλεσης πρέπει να διασφαλίζουν ότι το δικαίωμα του
    καταναλωτή στην κατοικία του λαμβάνεται δεόντως υπόψη και προστατεύεται και ότι ο
    καταναλωτής έχει στη διάθεσή του αποτελεσματικά δικονομικά μέσα ώστε να μπορεί να
    προβάλει τα δικαιώματα που αντλεί από την οδηγία 93/13 και να εξασφαλίσει τον
    δικαστικό έλεγχο τυχόν καταχρηστικών ρητρών πριν από τη διενέργεια της πώλησης μέσω
    πλειστηριασμού (63). Επιπλέον, στους καταναλωτές πρέπει να παρέχονται αποτελεσματικά
    μέσα προς εξασφάλιση της αναστολής της εκτέλεσης έως ότου εκτιμηθεί ο καταχρηστικός
    χαρακτήρας των ρητρών (64).
  10. Η έλλειψη αποτελεσματικής και ουσιαστικής δυνατότητας δικαστικού ελέγχου των
    καταχρηστικών ρητρών από δικαστή πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού συνιστά
    σοβαρή παραβίαση της απαίτησης αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του
    καταναλωτή την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και του δικαιώματος
    σεβασμού της κατοικίας δυνάμει του άρθρου 7 του Χάρτη. Ο καταναλωτής που στερήθηκε
    της δυνατότητας αυτής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκτέλεσης πρέπει κατ’ εξαίρεση
    να είναι σε θέση να αμυνθεί για τον λόγο αυτόν μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού.
  11. Ούτε η προστασία του καλόπιστου αγοραστή ούτε το γενικό συμφέρον της
    διαφύλαξης της ασφάλειας δικαίου επαρκούν για να αντισταθμίσουν το γεγονός ότι ένα
    πρόσωπο στερείται την κατοικία του χωρίς να έχει προηγηθεί δικαστικός έλεγχος στην
    υπόθεσή του(65). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η οικογένεια του προσώπου αυτού
    περιλαμβάνει ανήλικα τέκνα.
  12. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η κατοικία του καταναλωτή εκπλειστηριάστηκε χωρίς η
    σύμβαση βάσει της οποίας ζητήθηκε η εκτέλεση να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο
    προκειμένου να εξεταστεί ο ενδεχόμενος καταχρηστικός χαρακτήρας των ρητρών της και
    ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η δίκη για την κήρυξη των συμβατικών αυτών ρητρών ως
    καταχρηστικών. Το εκπλειστηριασθέν ακίνητο είναι η κατοικία όπου ζουν οι καταναλωτές
    με τα παιδιά τους, δύο εκ των οποίων είναι ανήλικα και πάσχουν από σοβαρή ψυχολογική
    διαταραχή. Ο πλειστηριασμός πραγματοποιήθηκε παρά την έλλειψη δικαστικής
    επαλήθευσης της απαίτησης και την απουσία ελέγχου αναλογικότητας της δυνατότητας
    που είχε ο πιστωτής να απαιτήσει πρόωρα την ολοσχερή εξόφληση του δανείου.
  13. Ένα επιπλέον στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει τη διαφορετική στάθμιση των
    εμπλεκομένων συμφερόντων στην υπόθεση της κύριας δίκης, σε σύγκριση με την υπόθεση
    επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Ibercaja Banco, είναι η γνώση, εκ μέρους του
    υπερθεματιστή, της εκκρεμούς δίκης σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας
    βάσει της οποίας ο πιστωτής κίνησε την αναγκαστική εκτέλεση. Το αιτούν δικαστήριο
    περιέγραψε τη γνώση του υπερθεματιστή ως «προβληματικές περιστάσεις» υπό τις οποίες
    έλαβε χώρα η μεταβίβαση του ακινήτου.
  14. Όπως παρατήρησε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να
    κρίνει, βάσει του εθνικού του δικαίου, κατά πόσον οι περιστάσεις αυτές συνιστούν
    ελαττώματα ως προς την κτήση της κυριότητας, καθώς και τις ενδεχόμενες συνέπειες επί
    της μεταβίβασης του ακινήτου (66). Στο πλαίσιο της απαιτούμενης εκτιμήσεως, η γνώση, εκ
    μέρους του υπερθεματιστή, της εκκρεμούς δίκης μπορεί να ληφθεί υπόψη ως παράγοντας
    που ενδέχεται να συνηγορεί υπέρ της υποβάθμισης της ανάγκης προστασίας του
    υπερθεματιστή.
  15. Βεβαίως, όπως επισημαίνει η GR REÁ, η προσβολή και μόνον ρητρών της σύμβασης
    βάσει της οποίας ζητείται η εκτέλεση δεν προδικάζει την έκβαση της δίκης. Εντούτοις, ο
    υπερθεματιστής που αποκτά ακίνητο παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί, κατά της σύμβασης
    βάσει της οποίας ζητείται η εκτέλεση, ένδικη διαδικασία πρέπει να έχει επίγνωση ότι
    υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ακύρωσης του πλειστηριασμού και ότι το νομικό καθεστώς
    του ακινήτου είναι αβέβαιο (67).
  16. Το αβέβαιο καθεστώς των περιουσιακών δικαιωμάτων που απέκτησε ο
    υπερθεματιστής στο πλαίσιο του συστήματος της εξωδικαστικής διαδικασίας εκτέλεσης

φαίνεται να υποστηρίζεται από τη νομολογία του Najvyšší súd Slovenskej republiky
(Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σλοβακίας), υπό την επιφύλαξη της επιβεβαίωσης από το
αιτούν δικαστήριο. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω (68), από τη νομολογία αυτήν προκύπτει
ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το κύρος του
πλειστηριασμού όταν, πριν από την εκούσια πώληση μέσω πλειστηριασμού, δεν προηγείται
δικαστικός έλεγχος ή οποιαδήποτε δικαστική επαλήθευση της οφειλής και των όρων της
πώλησης.

  1. Ένα στοιχείο που εντείνει την πολυπλοκότητα της υπό κρίση υπόθεσης είναι ότι οι
    καταναλωτές δεν άσκησαν αγωγή ακύρωσης του πλειστηριασμού. Το Δικαστήριο έχει κρίνει
    συναφώς ότι η απαίτηση τήρησης της αρχής της αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να
    φτάσει μέχρι του σημείου να πρέπει να αντισταθμίσει την πλήρη αδράνεια του
    ενδιαφερόμενου καταναλωτή (69). Εντούτοις, όπως εξήγησε το αιτούν δικαστήριο με την
    απάντησή του στο αίτημα παροχής διευκρινίσεων, η νομολογία του Najvyšší súd Slovenskej
    republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σλοβακίας) δεν υφίστατο κατά τον χρόνο κίνησης της
    κύριας δίκης (70) και δεν μπορούσε να αναμένεται να γνωρίζουν οι PO και RT την ευρεία
    ερμηνεία του νόμου, βάσει της οποίας ήταν δυνατή η άσκηση αγωγής ακύρωσης. Υπό τις
    συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι καταναλωτές αυτοί επέδειξαν πλήρη
    αδράνεια (71)..
  2. Οι περιστάσεις της υπόθεσης καταδεικνύουν σοβαρές πλημμέλειες ως προς τις
    δικονομικές εγγυήσεις που έχουν στη διάθεσή τους οι καταναλωτές στο πλαίσιο του
    εθνικού συστήματος εξωδικαστικής εκτέλεσης, τουλάχιστον όπως εφαρμόζεται στην πράξη.
    Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, εγείρονται αμφιβολίες ως προς την
    αποτελεσματικότητα, συνολικά, των δικονομικών εγγυήσεων που παρέχονται στους
    καταναλωτές στο πλαίσιο της εκούσιας πώλησης μέσω πλειστηριασμού. Η γνώση, εκ
    μέρους του υπερθεματιστή, των κινδύνων που ενέχει ένας πλειστηριασμός στον οποίο δεν
    έχουν επιλυθεί τα υποκείμενα ζητήματα επιτείνει τα ελαττώματα αυτά.
  3. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της έλλειψης δικονομικών εγγυήσεων στο σύστημα
    εξωδικαστικής εκτέλεσης και των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης επί του
    δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δυνάμει της οδηγίας 93/13 είναι
    ικανό να δικαιολογήσει απόκλιση από τον γενικό κανόνα που διατυπώθηκε με την
    απόφαση Ibercaja Banco. Κατά συνέπεια, οι καταναλωτές θα πρέπει να μπορούν να
    στηριχθούν στο δικαίωμά τους για αποτελεσματική δικαστική προστασία βάσει της οδηγίας
    93/13 στο πλαίσιο της διαδικασίας έξωσης. Εναπόκειται στην εθνική έννομη τάξη να
    προβλέψει στο εσωτερικό δικονομικό δίκαιο ακριβείς ρυθμίσεις ώστε ο καταναλωτής να
    έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει δικαστικό έλεγχο των ρητρών της συμβάσεως στην
    οποία βασίστηκε η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και να μπορεί ο δικαστικός αυτός
    έλεγχος να παράγει τα αποτελέσματά του.
  4. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και
    το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 7

και του άρθρου 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι τυγχάνουν εφαρμογής σε διαδικασία
κατά την οποία ο υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό ακινήτου, ο οποίος αναδείχθηκε μέσω
εξωδικαστικής διαδικασίας εκτέλεσης, επιδιώκει να επιβάλει το δικαίωμα κυριότητάς του,
σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός πραγματοποιήθηκε μολονότι εκκρεμούσε ένδικη
διαδικασία κινηθείσα από τον καταναλωτή για την αποτροπή του πλειστηριασμού και
μολονότι ο υπερθεματιστής είχε ενημερωθεί για την ένδικη αυτή διαδικασία, εφόσον τα
διαθέσιμα δικονομικά μέσα δεν παρείχαν στον καταναλωτή αποτελεσματική και
ουσιαστική δυνατότητα να εξασφαλίσει τον δικαστικό έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών
και την αναστολή της διαδικασίας πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού ή τη
μετέπειτα ακύρωση του πλειστηριασμού.

Γ. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

  1. Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί
    εάν το άρθρο 5 της οδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι η επίσπευση αναγκαστικής
    εκτέλεσης βάσει καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας αφορώσας την πρόωρη εξόφληση
    οφειλής ενδέχεται να αποτελεί αθέμιτη εμπορική πρακτική που επισύρει την ευθύνη του
    υπαλλήλου του πλειστηριασμού.
  2. Όσοι μετέχοντες στη διαδικασία υπέβαλαν παρατηρήσεις ζητούν να κριθεί
    απαράδεκτο το ερώτημα.
  3. Κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερωτήματα τα οποία
    υποβάλλει ο εθνικός δικαστής θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί
    να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από εθνικό
    δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης
    ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης,
    όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα
    πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη
    απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (72).
  4. Στην υπό κρίση υπόθεση, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει
    σαφώς πώς σχετίζεται το ερώτημα με τα πραγματικά περιστατικά ή τον σκοπό της κύριας
    δίκης. Ειδικότερα, όπως επισήμανε η Σλοβακική Κυβέρνηση, ούτε η τράπεζα ούτε ο
    υπάλληλος του πλειστηριασμού είναι διάδικοι της κύριας δίκης. Επομένως, δεν προκύπτει
    ότι η ερμηνεία της οδηγίας 2005/29 θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην υπόθεση της
    κύριας δίκης.
  5. Εξάλλου, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, αθέμιτη εμπορική πρακτική, κατά το άρθρο 5,
    παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/29, είναι η συμπεριφορά που «στρεβλώνει

ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου
καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν». Εντούτοις, το αιτούν
δικαστήριο δεν παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με το ποια εμπορική απόφαση του
καταναλωτή φέρονται να είχαν την πρόθεση να στρεβλώσουν η τράπεζα ή ο υπάλληλος του
πλειστηριασμού.

  1. Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι το τρίτο ερώτημα είναι απαράδεκτο.

V. Πρόταση

  1. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να
    απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Krajský súd v Prešove
    (περιφερειακό δικαστήριο Prešov, Σλοβακία) ως εξής:
  2. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ
    Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων
    που συνάπτονται με καταναλωτές, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του
    άρθρου 47, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής
    Ένωσης,

έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία και πρακτική όπως οι επίμαχες εν
προκειμένω, βάσει των οποίων, στο πλαίσιο εξωδικαστικής εκτέλεσης ενυπόθηκης
απαίτησης επί ακινήτου, αφενός, επιτρέπεται η διενέργεια πλειστηριασμού του ακινήτου
αυτού πριν από την έκδοση αποφάσεως του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να αποφανθεί
επί της ουσίας της υπόθεσης και να κηρύξει καταχρηστική τη ρήτρα στην οποία βασίστηκε η
εκτέλεση, μολονότι ο καταναλωτής επιδίωξε την αναστολή του πλειστηριασμού, και,
αφετέρου, δεν παρέχεται οποιαδήποτε δυνατότητα ακύρωσης του πλειστηριασμού κατ’
επίκληση του λόγου της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση της οποίας ζητείται
η εκτέλεση.

  1. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13,
    ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών
    Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχουν την έννοια ότι τυγχάνουν εφαρμογής σε διαδικασία κατά την οποία ο
υπερθεματιστής σε πλειστηριασμό ακινήτου, ο οποίος αναδείχθηκε μέσω εξωδικαστικής
διαδικασίας εκτέλεσης, επιδιώκει να επιβάλει το δικαίωμα κυριότητάς του, σε περίπτωση
που ο πλειστηριασμός πραγματοποιήθηκε μολονότι εκκρεμούσε ένδικη διαδικασία
κινηθείσα από τον καταναλωτή για την αποτροπή του πλειστηριασμού και μολονότι ο

υπερθεματιστής είχε ενημερωθεί για την ένδικη αυτή διαδικασία, εφόσον τα διαθέσιμα
δικονομικά μέσα δεν παρείχαν στον καταναλωτή αποτελεσματική και ουσιαστική
δυνατότητα να εξασφαλίσει τον δικαστικό έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών και την
αναστολή της διαδικασίας πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού ή τη μετέπειτα
ακύρωση του πλειστηριασμού.

Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Translate »