Το δικαίωμα της υπαναχώρησης επιτρέπει στον καταναλωτή να καταγγείλει μια σύμβαση μέσα σε περιορισμένο χρονικό διάστημα ,αφού έχει παραλάβει το προϊόν ή έχει ολοκληρώσει τη σύμβαση, για υπηρεσίες. Εφαρμόζεται σε συμβάσεις :
Το δικαίωμα υπαναχώρησης είναι εγγυημένο από τη νομοθεσία. Δε μπορεί να περιοριστεί ούτε να μην εφαρμοστεί. Κάθε περιορισμός ή εξαίρεση από το δικαίωμα της υπαναχώρησης αποτελεί παραβίαση της νομοθεσίας για τους καταχρηστικούς συμβατικούς όρους και τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες εξαιρέσεις που προβλέπονται στο νόμο 2251/1994.Οι καταναλωτές επιλέγουν με ποιο τρόπο θα ενημερώσουν τον πωλητή για την απόφαση τους να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση: email, επιστολή κ.τ.λ. Δεν υποχρεούνται να χρησιμοποιήσουν το υπόδειγμα εντύπου υπαναχώρησης. Σε περίπτωση διαφωνίας, αν καταναλωτής πρέπει να αποδείξει ότι υπαναχώρησε από τη σύμβαση εντός της προθεσμίας. Ο καταναλωτής δεν είναι υποχρεωμένος να δικαιολογήσει την υπαναχώρηση του, ούτε πληρώνει κάποιο κόστος.Εάν ο καταναλωτής χρησιμοποίησε τα προϊόντα, πρέπει να αποζημιώσει τον έμπορο για την απολεσθείσα αξία των αγαθών λόγω της χρήσης. Σε αυτήν την περίπτωση ο έμπορος πρέπει να αποδείξει την αξία που απωλέσθηκε.Ο καταναλωτής πληρώνει το κόστος της επιστροφής των αγαθών ,εκτός και αν είχε συμφωνηθεί διαφορετικά ή εάν ο έμπορος δεν τον είχε πληροφορήσει εκ των προτέρων. Ο έμπορος πρέπει να επιστρέψει όλα τα χρήματα που εισέπραξε μέσα σε 14 ημέρες. Η έναρξη της 14ήμερης προθεσμίας γίνεται τη στιγμή που ο έμπορος ενημερώνεται για την απόφαση του καταναλωτή να υπαναχωρήσει. Η επιστροφή των χρημάτων μπορεί να καθυστερήσει εφόσον το προϊόν δεν έχει επιστραφεί από τον καταναλωτή ή μέχρι ο καταναλωτής να στείλει αποδείξεις ότι έχει επιστρέψει τα αγαθά.Όλες οι συνδεδεμένες συμβάσεις με την κύρια σύμβαση πχ μια σύμβαση καταναλωτικής πίστης, παύουν να ισχύουν. Ο έμπορος είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει τον πιστωτή (πχ τράπεζα) φυσικά εφόσον γνωρίζει την ύπαρξη της σύμβασης καταναλωτικής πίστης. Σε περίπτωση που δε το κάνει, ευθύνεται για όλες τις ζημίες του καταναλωτή που θα προκύψουν από τη μη ενημέρωση του πιστωτή. Η παράλειψη αυτής της ενημέρωσης αποτελεί μορφή αθέμιτης εμπορικής πρακτικής.
πηγή:https://www.kepka.org/